Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Πού στοχεύουν τα προγράμματα της ΕΕ για την ανεργία;

-- Γερμανία, Γαλλία και συνολικά η ΕΕ, δείχνουν να ανησυχούν για την ανεργία, κύρια των νέων και λένε ότι θα προωθήσουν προγράμματα για την ανάσχεσή της. Πού στοχεύουν;
Η ΕΕ εμφανίζεται να ανησυχεί τώρα για τη μεγάλη άνοδο της ανεργίας, κύρια στους νέους, και δηλώνει έτοιμη να διαφοροποιήσει το μείγμα της διαχείρισης της κρίσης, προκειμένου να έρθει ανάπτυξη και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Η υψηλή ανεργία είναι απόδειξη της σαπίλας του καπιταλιστικού συστήματος που την παράγει. Η ανεργία εκτοξεύεται σε συνθήκες κρίσης και δεν πρόκειται να επανέλθει στα ποσοστά πριν από αυτή, ακόμα κι αν έρθει ανάπτυξη. Αλλωστε, η ανάπτυξη έρχεται με επενδύσεις σε νέα μέσα παραγωγής που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, επομένως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την ανεργία. Ακόμη και αν τη μειώσουν προσωρινά, η μείωση θα είναι ελάχιστη. Το ενδιαφέρον της ΕΕ και των μονοπωλίων της για τους άνεργους, είναι για το πώς θα τους πετάξουν ένα ξεροκόμματο, προκειμένου να αμβλύνουν τις οξύτατες ταξικές αντιθέσεις και τις όποιες προϋποθέσεις ένταξης ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων των εργαζομένων στους ταξικούς αγώνες. Τους απασχολεί πώς θα τους εντάξουν σε μια αγορά εργασίας, που θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο για τους εργαζόμενους, μετά τις απανωτές ανατροπές σε μισθούς, εργασιακά και ασφαλιστικό. Με άλλα λόγια, ο καημός τους είναι να αξιοποιηθεί ο στρατός των ανέργων με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο υπέρ των μονοπωλίων και της κερδοφορίας τους, με το νέο καθεστώς των μισθών και των εργασιακών σχέσεων. Αλλωστε, από τη ζωντανή εργασία βγαίνει η υπεραξία, δηλαδή το κέρδος. Η πρόθεσή τους αυτή, ούτε καινούρια είναι, ούτε πρωτότυπη. Εκφράζεται με συνέπεια στις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ (με τελευταία τη Στρατηγική «Ευρώπη 2020») και επιβεβαιώνεται από Σύνοδο σε Σύνοδο. Για του λόγου το αληθές, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε όσα αποφάσισαν για την «τόνωση της απασχόλησης» οι Σύνοδοι Κορυφής της ΕΕ τον Ιούνη του 2012 και το Μάρτη του 2013.
Για να ξορκίσουν την ανεργία, οι «27» κατέληξαν στις 28 και 29 Ιούνη 2012 στις Βρυξέλλες ότι η «αποτελεσματική αντιμετώπιση της ανεργίας και των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης» θα έρθει με «πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τα επίπεδα της απασχόλησης (...) δυνατότητα συνέχισης της εκπαίδευσης, μαθητεία ή πρακτική άσκηση, που μπορεί να στηριχθεί από το ΕΚΤ (...) τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση των αγορών εργασίας (...) Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας πρέπει να διευκολυνθεί (...) πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα να επεκταθεί στις περιόδους μαθητείας και πρακτικής άσκησης (...) να μειωθεί ο αριθμός των κλειστών επαγγελμάτων και να ενισχυθεί η απόκτηση και η διατήρηση συνταξιοδοτικών και άλλων δικαιωμάτων της Κοινωνικής Ασφάλισης για τους εργαζόμενους στην ΕΕ. Θα πρέπει, επίσης, να προχωρήσουν οι εργασίες σχετικά με την πρόταση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των αποσπασμένων εργαζομένων». Σε μια εποχή που υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις να αναπτυχθούν όλοι οι κλάδοι της οικονομίας που σχετίζονται με την κάλυψη των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, σε μια εποχή που η τεχνολογική εξέλιξη επιτρέπει μείωση του εργάσιμου χρόνου και σταθερή δουλειά με πλήρη δικαιώματα για όλους, οι αστικές κυβερνήσεις της ΕΕ λένε ότι το «φάρμακο» για την ανεργία είναι η παραπέρα ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, δηλαδή η ανακύκλωση π.χ. των ανέργων σε πεντάμηνα προγράμματα μαθητείας, ή πρακτικής εξάσκησης, με μισθούς κατώτερους και από τον κατώτατο, με ζεστό χρήμα στις επιχειρήσεις για την εφαρμογή αυτών των προγραμμάτων. Προβάλλουν σαν διέξοδο από την ανεργία την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων και όλες τις άλλες αναδιαρθρώσεις που συνοδεύουν την προσαρμογή της καπιταλιστικής οικονομίας στις σύγχρονες ανάγκες της ανταγωνιστικότητας. Πλαισιώνοντας αυτές τις κατευθύνσεις με τα ανάλογα κονδύλια, η ΕΕ αποφάσισε στη Σύνοδο Κορυφής στις 14 και 15 Μάρτη 2013 την εφαρμογή προγραμμάτων για «τις περιοχές της ΕΕ, στις οποίες το ποσοστό ανεργίας των νέων υπερέβαινε, το 2012, το 25%».
Στα συμπεράσματα εκείνης της Συνόδου, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου εξέφραζαν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι τα στοιχεία της ανεργίας «συνιστούν σοβαρή απειλή και για την κοινωνική συνοχή στην ΕΕ». Στο διά ταύτα, πρότειναν, μεταξύ άλλων, στις κυβερνήσεις των κρατών - μελών: «Να μειώσουν το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας». Να μειώσουν, δηλαδή, ακόμα περισσότερο τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες, ανάμεσα σε άλλα, θα προκαλέσουν τεράστιες απώλειες εσόδων στα ασφαλιστικά ταμεία. «Να αξιοποιήσουν στοχοθετημένες και σωστά σχεδιασμένες επιδοτήσεις μισθών και προσλήψεων για να ενθαρρύνονται οι εργοδότες να δημιουργούν νέες ευκαιρίες για τους νέους». Να επιδοτήσουν τους εργοδότες ακόμα και με την κάλυψη τμήματος του μισθού των εργαζομένων από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, προκειμένου να δημιουργήσουν προσωρινές θέσεις εργασίας, μερικής απασχόλησης, μαθητείας κ.ά. «Να προωθήσουν την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, μέσω υπηρεσιών και συστημάτων, όπως είναι το δίκτυο EURES, που ενθαρρύνουν τους πολίτες να μετακινούνται και να εργάζονται εντός της ΕΕ». Να δημιουργήσουν ουσιαστικά περιπλανώμενους εργαζόμενους, μέσα στα όρια της ΕΕ, οι οποίοι θα εργάζονται όπου και όπως τους χρειάζεται το κεφάλαιο. «Να διαθέσουν περισσότερες υπηρεσίες στήριξης της εκκίνησης νέων επιχειρήσεων, ειδικά στους τομείς της "κοινωνικής οικονομίας"». Με δεδομένη τη διάλυση των υποδομών Πρόνοιας σε μεγάλο τμήμα της ΕΕ, εξαιτίας των δημοσιονομικών περικοπών, προωθούν την παραπέρα εμπορευματοποίησή της, χρησιμοποιώντας τους ανέργους σαν όχημα για να απαλλαγεί το κράτος από την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Πρόκειται για κυνική ομολογία ότι η ΕΕ επιδιώκει στο όνομα της ανεργίας να εντείνει την εργασιακή εκμετάλλευση, κύρια για τους νέους, ασκώντας πίεση για νέες ανατροπές συνολικά σε βάρος της εργατικής τάξης.