Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Τι δείχνουν οι έρευνες για την απήχηση της ΕΕ;

-- Τι δείχνουνοι δημοσκοπήσεις για την απήχηση της ΕΕ στους λαούς στα κράτη μέλη και πώς τα αστικά επιτελεία προσπαθούν να μαντρώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια;
Διάφορες έρευνες που δημοσιοποιούνται αυτήν την περίοδο, έρχονται να επιβεβαιώσουν τη δυσαρέσκεια που μεγαλώνει ανάμεσα στο λαό για την ΕΕ και τους θεσμούς της, ακόμα και σε χώρες που παραδοσιακά έδιναν υψηλά ποσοστά υπέρ της Ευρωένωσης. Δημοσκοπική έρευνα που έγινε σε Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία, από τη «δεξαμενή σκέψης» (think tank) «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων» (ECFR), με στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου δείχνει ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια για την ΕΕ είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι στο παρελθόν. Η έρευνα δημοσιεύθηκε σε έξι μεγάλες εφημερίδες και αποκτά άλλη βαρύτητα, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι συγκεκριμένες χώρες αντιπροσωπεύουν πάνω από τα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού πληθυσμού, δηλαδή περίπου 350 εκατομμύρια από τα 500 που αριθμούν συνολικά τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με την έρευνα, η μεγαλύτερη πτώση της εμπιστοσύνης προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς καταγράφεται στην Ισπανία, όπου το 72% απαντάει ότι «τείνει να μην εμπιστεύεται την ΕΕ», με μόλις το 20% να λέει ότι «τείνει να την εμπιστευτεί».
Τα αντίστοιχα ποσοστά το 2007 ήταν συντριπτικά υπέρ της ΕΕ (65%) και μόλις το 23% δήλωνε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στην Ευρωένωση. Συνολικά, στις πέντε από τις έξι χώρες που μελετάει η έρευνα, το ποσοστό εκείνων που εκφράζει δυσπιστία για την ΕΕ, ξεπερνά αυτό που εμπιστεύονται την Ενωση, όταν το 2007, με εξαίρεση τη Βρετανία, ίσχυε το αντίθετο. Για παράδειγμα, πριν από πέντε χρόνια, το 56% των Γερμανών «έτεινε να εμπιστευτεί» την ΕΕ, ενώ σήμερα το 59% «τείνει να μην την εμπιστευτεί».
Στη Γαλλία η δυσπιστία προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει πάει από το 41% στο 56%, ενώ στην Ιταλία, το ποσοστό δυσπιστίας έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 28% στο 53%. Στην Πολωνία η στήριξη προς την ΕΕ έχει «βουλιάξει» από το 68% στο 48% και στη Βρετανία, η δυσπιστία έναντι της ΕΕ εκτοξεύθηκε από το 49% στο 69%, ποσοστό που αποτελεί και το δεύτερο υψηλότερο μετά την Ισπανία. Αντίστοιχα είναι τα αποτελέσματα και μιας άλλης δημοσκόπησης, που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ερευνα για λογαριασμό του βρετανικού πρωθυπουργικού γραφείου, με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών φορέων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση αυτή, «σε γενικές γραμμές, η εμπιστοσύνη προς την πολιτική και η ικανοποίηση για τους δημοκρατικούς θεσμούς μειώθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, με σημαντικές ωστόσο διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών. Το συγκεκριμένο ποσοστό ήταν υψηλό σε χώρες όπως η Βρετανία, το Βέλγιο, η Δανία και η Φινλανδία, ιδιαιτέρως υψηλό στη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και τη Σλοβενία, ενώ λάμβανε ανησυχητικές διαστάσεις στην Ελλάδα (...) Η οικονομική κρίση δεν έπληξε μόνο την αντικειμενική οικονομική κατάσταση πολλών πολιτών, αλλά προκάλεσε αίσθημα εκτεταμένης ανησυχίας για το μέλλον μίας χώρας, ακόμα και σε αυτούς που δεν αντιμετώπισαν άμεσα δυσχέρεια». Η εικόνα που περιγράφουν οι δημοσκοπήσεις έχουν για αντικειμενική βάση τη δυσαρέσκεια του λαού σε όλα τα κράτη μέλη από τις συνέπειες που προκαλεί στο βιοτικό τους επίπεδο η αστική διαχείριση της κρίσης. Χωρίς να βρίσκει ριζοσπαστική διέξοδο, αυτή η δυσαρέσκεια δημιουργεί τριγμούς στο πολιτικό σύστημα σε κάθε κράτος μέλος, δυσκολεύει τους ελιγμούς που πρέπει να κάνει το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου για να περάσει μέτρα αναγκαία για την ανταγωνιστικότητα, που συντρίβουν τους λαούς.
Γι' αυτό κλιμακώνεται τους τελευταίους μήνες η προσπάθεια των αστικών επιτελείων να ενσωματώσουν αυτή τη δυσαρέσκεια στο κατευθυνόμενο ρεύμα του λεγόμενου «ευρωσκεπτικισμού», που εκπορεύεται από μερίδες της αστικής τάξης και διεκδικεί αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης και τις δομές της Ευρωένωσης, καλλιεργώντας αυταπάτες ότι έτσι θα γλιτώσει ο λαός από τα βάρβαρα μέτρα και θα ευημερήσει. Τέτοιες δυνάμεις πλασάρουν στη χώρα μας το «άλλο μείγμα» διαχείρισης, ή προλειαίνουν το έδαφος για μια ενδεχόμενη έξοδο (ή εκδίωξη) της Ελλάδας από το ευρώ, κοροϊδεύοντας το λαό ότι η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, μέσα στην ΕΕ και με τα μονοπώλια κυρίαρχα στην οικονομία, μπορούν να του εξασφαλίσουν καλύτερους όρους ζωής και ανάκαμψη εισοδημάτων. Ο ευρωσκεπτικισμός τους είναι η άλλη όψη της σημερινής διαχείρισης, από τη σκοπιά όμως τμημάτων της πλουτοκρατίας που έχουν άμεσο συμφέρον από την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα και τη ραγδαία υποτίμησή τους, από τον αναπροσανατολισμό των συμμαχιών με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εκτός ΕΕ. Από αυτόν τον «ευρωσκεπτικισμό», ο λαός δεν έχει τίποτα να κερδίσει. Η δίκαιη αγανάκτησή του για την ΕΕ πρέπει να μετουσιωθεί σε οργανωμένη ταξική δράση ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία του σε κάθε κράτος μέλος, ενάντια στα κόμματά του και στη στρατηγική του, ενάντια στα μονοπώλια, για λογαριασμό των οποίων στήθηκε και λειτουργεί η ΕΕ. Μόνο αν οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα παραμερίσουν αυταπάτες για μια «άλλη» τάχα ΕΕ και κατευθύνουν τη συμμαχία και την πάλη τους στην αποδέσμευση από την ΕΕ, με λαϊκή εξουσία και τα μονοπώλια κάτω από εργατικό - κοινωνικό έλεγχο, μπορεί να ανοίξει δρόμος για να ευημερήσουν.