Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Πώς διαμορφώνεται το λιανεμπόριο;


-- Γιατί οι αυτοαπασχολούμενοι έμποροι έχουν αντικειμενικά συμφέρον να συμμαχήσουν με την εργατική τάξη ενάντια στα μονοπώλια;
Σύμφωνα με έρευνα της «Deloitte», μιας «αλυσίδας» εταιρειών ανά τον κόσμο, που παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες σε πολυεθνικές και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, οι πωλήσεις των 250 μεγαλύτερων λιανεμπόρων παγκόσμια, το διάστημα Ιούνης 2011 - Ιούνης 2012, έφτασαν τα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια, αυξημένες κατά 5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. H «Wal-Mart», αμερικανική πολυεθνική εταιρεία λιανικού εμπορίου, έχει παραπάνω από το 10% των συνολικών πωλήσεων των 250 μεγαλύτερων εταιρειών λιανικού εμπορίου παγκόσμια. Τα μεικτά έσοδα των 50 ταχύτερα αναπτυσσόμενων εμπόρων αυξήθηκαν κατά 22% σε ετήσια βάση την περίοδο 2006 - 2011 και τετραπλασιάστηκαν συγκριτικά με τα αντίστοιχα έσοδα των κορυφαίων 250 συνολικά. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης στον κλάδο του λιανικού εμπορίου παγκόσμια, όπου κυριαρχούν στην κυριολεξία μια χούφτα μονοπώλια. Σύμφωνα με άλλη μελέτη, που επεξεργάζεται στοιχεία του 2008, η τάση συγκέντρωσης στον κλάδο του εμπορίου στην Ευρώπη, δεν είναι μεγαλύτερη από τις συγκεντρωτικές τάσεις που σημειώνονται σε άλλους κλάδους της οικονομίας.
Για παράδειγμα, στη μεταποιητική βιομηχανία ο βαθμός συγκέντρωσης είναι πολύ μεγαλύτερος, ιδιαίτερα σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων. Ενδεικτικά, οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί προϊόντων από δημητριακά, η «Nestle» και η «Kellog's», καλύπτουν το 70% της ευρωπαϊκής αγοράς και οι τρεις μεγαλύτεροι παραγωγοί απορρυπαντικών, το 84% της παγκόσμιας αγοράς. Επίσης, τα μερίδια αγοράς των τριών μεγαλύτερων παραγωγών αναψυκτικών, ανέρχονται στο 87% και της μπύρας στο 74%. Αντιστοίχως, στη Γαλλία οι τρεις μεγαλύτερες εμπορικές αλυσίδες έχουν μερίδιο αγοράς 55%, ενώ ανάλογα είναι τα ποσοστά στην Ισπανία (56%) και σε άλλες χώρες.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Ελλάδα. Από στοιχεία της ICAP (2008), προκύπτει ότι οι τέσσερις πρώτες επιχειρήσεις του κλάδου των μεγάλων καταστημάτων τροφίμων βάσει αξίας πωλήσεων, κατέχουν μερίδιο 66% περίπου στην αγορά, από 51,4% το 2000. Επίσης, ο αριθμός των καταστημάτων super markets, αυξήθηκε από 2.815 το 2000 σε 4.500 το 2008, ενώ το ποσοστό της κατηγορίας των «μεμονωμένων super markets» και αυτών με 3 έως 5 καταστήματα, μειώθηκε από 38% το 2000 σε 20% περίπου το 2008, με αντίστοιχη άνοδο των «αλυσίδων super markets» από 63% το 2000 σε 78% το 2008. Είναι δηλαδή εμφανής και στην Ελλάδα η τάση συγκέντρωσης του λιανικού εμπορίου σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Η τάση αυτή είναι βέβαιο ότι ενισχύθηκε με την κρίση. Ο τζίρος των 74 αλυσίδων σούπερ μάρκετ έφτασε το 2008 στα 10,24 δισ. ευρώ, ενώ αυξάνονταν και όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ακόμα και στην περίοδο της κρίσης, τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2009 και το 2010, καθώς και για τους πρώτους μήνες του 2011, σε μια περίοδο που τα λαϊκά νοικοκυριά έχουν δει το εισόδημά τους να βυθίζεται ακόμα και πάνω από 40%, δείχνουν ότι το λιανεμπορικό κεφάλαιο «αντέχει» και επεκτείνει τη δράση του. Το 2010, ο τζίρος των δέκα μεγαλύτερων ομίλων κατέγραψε αύξηση κατά 73,3 εκατ. ευρώ (ποσοστό 0,92%), με μεγαλύτερη αυτή των «ΑΒ Βασιλόπουλος» κατά 101,3 εκατ. ευρώ (6,88%). Αν εξαιρεθεί από τη δεκάδα η «Carrefour Μαρινόπουλος», που για πρώτη χρονιά είχε πτώση τζίρου, και τα «Dia» που τη χρονιά αυτή εξαγοράστηκαν από την «Carrefour Μαρινόπουλος», τότε η αύξηση του τζίρου ανέρχεται σε 3,31%. Σύμφωνα με την ICAP την ίδια χρονιά, με τον όγκο των πωλήσεων να καταγράφει επίσημη μείωση κατά 5,5%, 81 σούπερ μάρκετ είχαν αύξηση τζίρου κατά 1,1% (μέσος όρος), ενώ διατήρησαν αλώβητη ουσιαστικά την κερδοφορία τους στα επίπεδα περίπου του 2009 και 3 αλυσίδες ελέγχουν το 51% της συνολικής αγοράς. Με βάση τα οικονομικά αποτελέσματα 41 επιχειρήσεων που είχαν δημοσιοποιηθεί μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2012, τα μονοπώλια αυτά είδαν τον τζίρο τους να αυξάνεται κατά 3,06%.
Αυτή είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται στο λιανεμπόριο. Η μονοπώληση του κλάδου έχει ήδη οδηγήσει σε συντριβή τους αυτοαπασχολούμενους και μικρούς ΕΒΕ, ενώ και αυτοί που έχουν απομείνει, τουλάχιστον στον τομέα της πώλησης προϊόντων βασικών για την επιβίωση της λαϊκής οικογένειας, είναι θέμα χρόνου να σβήσουν από την αγορά. Το γεγονός εξάλλου ότι ο τζίρος συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερα χέρια, αντισταθμίζει για τα μονοπώλια την πτώση της κατανάλωσης εξαιτίας της συρρίκνωσης των εισοδημάτων και τα κάνει πιο επιθετικά απέναντι στους μικρούς που έχουν απομείνει. Είναι φανερό ότι τα συμφέροντα των αυτοαπασχολούμενων και μικρών λιανεμπόρων δεν μπορεί να ταυτίζονται με αυτά των μονοπωλίων και του πολιτικού τους προσωπικού, που τους συντρίβει με νόμους υπέρ των μεγάλων. Τα συμφέροντά τους είναι κοινά με τους εργαζόμενους που απασχολούνται στον κλάδο, σε μικρά και μεγάλα καταστήματα και τους εκμεταλλεύονται στυγνά τα μονοπώλια. Ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης του λιανεμπορίου, αλλά και του κλάδου τροφίμων και ποτών στην Ελλάδα, κάνει ώριμη την ανάγκη για κοινωνικοποίησή τους στο πλαίσιο μιας λαϊκής εξουσίας, που θα οργανώσει με κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο την οικονομία. Σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του αγροτικού παραγωγικού συνεταιρισμού, δίπλα στον κοινωνικοποιημένο τομέα της παραγωγής, η λαϊκή εξουσία μπορεί να διασφαλίσει φθηνά, επαρκή και ποιοτικά προϊόντα για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, να εγγυηθεί την ευημερία τους σε αντίθεση με τον καπιταλισμό που τους εξοντώνει.