Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Μαύρη και όχι Χρυσή... Αυγή για την εργατική τάξη και το λαό

Οι πρόσφατες πολιτικές θέσεις της Χρυσής Αυγής με τίτλο «Για τη χρυσή αυγή του ελληνισμού», παρόλο που δεν προσθέτουν κάτι ουσιαστικά καινούργιο στις παλιότερες θέσεις αυτής της οργάνωσης, επιχειρούν να στηρίξουν τη δημαγωγική προσπάθειά της να εμφανιστεί ως μια δήθεν αντισυστημική δύναμη που συγκρούεται με τη σαπίλα της «μεταπολιτευτικής δημοκρατίας». Παρά τους φραστικούς κομπασμούς ότι «η Χρυσή Αυγή είναι ένα καθαρά ελληνικό πολιτικό φαινόμενο (που) καμία σχέση δεν έχει με άλλα κράτη και ιστορικές περιόδους», είναι πάμπολλα τα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η Χρυσή Αυγή είναι μια εθνικοσοσιαλιστική ναζιστική φασιστική οργάνωση, τμήμα και κόμμα του αστικού πολιτικού συστήματος:
Επιβεβαιώνεται η ακραία εθνικιστική ιδεολογία της ΧΑ με την πρόταξη του έθνους ως «ανώτερη πνευματική εκδήλωση» της φυλής και του κράτους ως στοιχείου που σταθεροποιεί και αναπτύσσει το έθνος. Η προβολή της Χρυσής Αυγής ως «μυστικής φωνής του αίματος που περνά απαράλλακτη μέσα από χιλιάδες χρόνια Ιστορίας στο σήμερα» για να «οδηγήσει (τον Έλληνα) στο πεπρωμένο του».

Επαναλαμβάνεται η στείρα αντι-πλουτοκρατική συνθηματολογία, με αιχμή τόσο προς το εσωτερικό της χώρας, όσο και προς το «διεθνές τοκογλυφικό σύστημα», χωρίς βεβαίως να θίγεται συνολικά το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής.
Παραμένει η ανάδειξη του «φυλετικού εχθρού» ως η αιτία που ευθύνεται για μια σειρά άμεσα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων (σκουρόχρωμοι και μαύροι λαθρομετανάστες «εισβολείς» στη σημερινή Ελλάδα).
Προσπάθεια διαμόρφωσης μαζικής βάσης και επίδρασης, πρώτα και κύρια στα μικροαστικά στρώματα που συμπιέζονται από τα μονοπώλια και σε  στρώματα της εργατικής τάξης. Σε αυτή την κατεύθυνση προβάλλει μέτρα που δήθεν θα δώσουν κάποια άμεση ανακούφιση («διαγραφή χρεών των Ελλήνων αγροτών», «τέλος στην ασυδοσία των μεσαζόντων-αεριτζήδων», «διαγραφή των τραπεζικών χρεών των ελληνικών οικογενειών με κοινωνικά κριτήρια», ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, «εθνικό σύστημα δωρεάν παροχής υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας», κ.τ.λ).
Στις θέσεις της ΧΑ κυριαρχεί η  αντίληψη για το «εθνικό κράτος» που πρέπει να εξασφαλίζει ότι η ταξική διαίρεση δεν οδηγεί σε «κοινωνική διαστρωμάτωση» δηλαδή σε ταξικές αντιθέσεις, εξασφαλίζοντας την αρμονική συμβίωση των τάξεων «όπως σ’ έναν ζωντανό οργανισμό». Έτσι αναγορεύεται η ταξική πάλη σε δράση που υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και τον εθνικό κορμό.
Η Χρυσή Αυγή ενσωματώνει στο πρόγραμμά της θέσεις που προβάλλονται εδώ και χρόνια από το αστικό αντιμνημονιακό ρεύμα, με εθνική–αντιδραστική όμως κατεύθυνση. Ορισμένες από αυτές παρουσιάζουν εντυπωσιακή ομοιότητα με θέσεις που προβάλουν και άλλες αστικές δυνάμεις, αλλά και δυνάμεις του οπορτουνισμού. Αυτό γίνεται καθαρό εάν δούμε τους άξονες του προγράμματος της ΧΑ.
Κεντρικό βάθρο πάνω στο οποίο χτίζεται η πολιτική πρόταση της ΧΑ αποτελεί η εκτίμηση ότι η Ελλάδα διαθέτει σημαντική γεωστρατηγική θέση («στρατηγικό βάθος») και πλουτοπαραγωγικές πηγές (προβάλλονται τα ανεξερεύνητα κοιτάσματα νότια της Κρήτης και στο θαλάσσιο χώρο μέχρι την Κύπρο), που δεν αξιοποιούνται λόγω του ότι η κρατική πολιτική ηγεσία είναι «υπηρέτες ξένων συμφερόντων» και η Ελλάδα «προτεκτοράτο». Η εκτίμηση αυτή της ΧΑ πατάει φυσικά σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, την ύπαρξη τέτοιων αναξιοποίητων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Οι προτάσεις της όμως («εθνικοποίηση όλων των ενεργειακών μας κοιτασμάτων», «κεραυνοβόλος ανακήρυξη ΑΟΖ», «άμεση στροφή, επενδυτική και ενεργειακή κατ’ αρχάς, προς τη Ρωσία» και προς τα κράτη «με τα οποία είναι δυνατόν να υπάρξει σύγκλιση γεοπολιτικών συμφερόντων… και των οποίων οι κοινοπραξίες θα πλειοδοτήσουν» στους διαγωνισμούς εκμετάλλευσης) στην αλληλουχία τους και στην ενότητα τους αποκαλύπτουν ότι η νεφελώδης εθνικο-ανεξαρτησιακή ρητορεία συγκαλύπτει τη συμπόρευση με συγκεκριμένα πανίσχυρα μονοπωλιακά συμφέροντα στο χώρο της ενέργειας και αντανακλά επιδιώξεις επιχειρηματικών συμμαχιών μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης.
Οι εκτεταμένες αναφορές σε καταστροφή της «εθνικής παραγωγής» και σε «απόλυτη καταστροφή της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, βιοτεχνίας και της πάλαι ποτέ κραταιάς ελληνικής βιομηχανίας» μετά την είσοδο στην ΕΕ αποτελούν μια επικίνδυνη παραλλαγή του αστικού ιδεολογήματος ότι η Ελλάδα «δεν παράγει τίποτα». Εμφανίζουν τον ελληνικό μονοπωλιακό καπιταλισμό του 21ου αιώνα ως κολοβό και υπανάπτυκτο, συσκοτίζοντας την πραγματικότητα και ανοίγοντας το δρόμο σε αυταπάτες περί δυνατοτήτων ενός διαφορετικού, υγιούς δρόμου καπιταλιστικής ανάπτυξης. Παρασιωπούν ότι η άλλη όψη της δραστικής συρρίκνωσης της μικρής αγροτιάς τα τελευταία 30 χρόνια είναι η ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη κλάδων της αγροτικής παραγωγής (ιδιαίτερα της κτηνοτροφίας) και η αύξηση της μισθωτής εργασίας στον «πρωτογενή» τομέα, κύρια μεταναστών εργατών γης.
Οι προτάσεις για «επανεκκίνηση της εθνικής παραγωγής» (πρώτα της αγροτικής παραγωγής και «αμέσως μετά» της εθνικής βιομηχανίας), με μοχλό τα έσοδα από την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων και άλλων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Παρά τους φραστικούς βερμπαλισμούς (πχ για εθνικοποίηση των ενεργειακών κοιτασμάτων), παραμένει μία η σταθερά: η υπεράσπιση, αλλά και η παραπέρα στήριξη της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Είναι χαρακτηριστική η θέση για «επιδότηση της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας (...) από τους ελάχιστους εναπομείναντες ισχυρούς κλάδους της οικονομίας».
Οι θέσεις της Χρυσής Αυγής για «εθνικοποίηση των τραπεζικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου» και οι κορώνες ενάντια στους τοκογλύφους συγκαλύπτουν βέβαια τον κεντρικό ρόλο των τραπεζών στο σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής και της ανάπτυξης της, το αξεχώριστο της ύπαρξης του πλασματικού κεφαλαίου και του χρηματιστηριακού παρασιτισμού από τη λειτουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αποκρύπτουν ότι η λειτουργία κρατικών τραπεζών (ή καλύτερα ο κρατικός έλεγχος τους) στις συνθήκες του καπιταλισμού εξυπηρετεί τις γενικότερες αναγκαιότητες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, και όχι φυσικά τα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Οι παραπάνω βασικές θέσεις της ΧΑ στο πεδίο της οικονομίας πρέπει να ειδωθούν κάτω από το πρίσμα των πάγιων ιδεολογικών της αρχών που συμπυκνώνονται στη φράση: «Όπως δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή οικονομία χωρίς την ιδιωτική πρωτοβουλία έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και χωρίς Δημόσιο τομέα». Η προβολή της αναγκαιότητας αρμονικής συνύπαρξης ατομικής καπιταλιστικής και κρατικο-καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, ως μια γενική θέση αρχών, υποκρύπτει το γεγονός ότι είναι οι αναγκαιότητες αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου στην κάθε φορά συγκυρία που επιτάσσουν το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του αστικού κράτους, το «μικρότερο» ή «μεγαλύτερο» κράτος, και όχι κάποιες γενικές αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο γενικόλογος λόγος για «μονομερή καταγγελία του Μνημονίου» (εγκαλεί μάλιστα τον ΣΥΡΙΖΑ για υιοθέτηση της μνημονιακής ορολογίας περί επαναδιαπραγμάτευσης) αποφεύγει την οποιαδήποτε αναφορά στους στόχους που εξυπηρετούν οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις που προωθούνται (μέσα και από το μνημόνιο). Η πρόταση για άρνηση πληρωμής του κρατικού χρέους, μέσα από μια διαδικασία «λογιστικού ελέγχου», αφορά μόνο το «παράνομο» και «επαχθές» μέρος του. Οι παράλληλες αναφορές ότι «το ευρώ απεδείχθη η καταστροφή μας», ότι ένα «εθνικό νόμισμα ισοδυναμεί με εθνική ανεξαρτησία», ΑΛΛΑ και ότι «το κόστος ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδος από την ευρωζώνη θα είναι ολέθριο για την παγκόσμια οικονομία (…) ένα τεράστιο όπλο για την ελληνική πλευρά» δεν συνιστούν λογική αντίφαση. Αντανακλούν τις αντιθέσεις διαφορετικών τμημάτων του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην Ελλάδα απέναντι στο κοινό νόμισμα ως μοχλό προώθησης των συμφερόντων τους και εκφράζουν την προσπάθεια της Χ.Α να ελιχθεί ανάμεσα τους.
Οι παραπάνω αναφορές στις πολιτικές αντιλήψεις και προτάσεις της ΧΑ αποδεικνύουν ότι αυτές δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά στα ζητήματα της μετανάστευσης που αποτελούν αιχμή του δόρατος στην προπαγάνδα της.  Η Χρυσή Αυγή αξιοποιεί την αντίθεση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων στη σημερινή πολιτική, επιχειρώντας να αντλήσει την υποστήριξη ανθρώπων με διαφορετικές ταξικές, αλλά και ιδεολογικο-πολιτικές ή κομματικές καταβολές, από «ανεξαρτησιακούς» έως «εκσυγχρονιστές» έως λαϊκούς δεξιούς με σκοπό να τους προσανατολίσει σε μαχητικά αντιδραστική δράση.
  Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται και ακραία αντιδραστικές θέσεις (ορισμένες από αυτές δεν είναι αποκλειστικότητα της ΧΑ) όπως είναι: υπουργοί Άμυνας και Δημόσιας Τάξης από τους ένστολους, «καλλιέργεια επιθετικού πνεύματος» στην ΕΛΑΣ, η επανίδρυση της Χωροφυλακής και η δημιουργία αστυνομικού σώματος με βαρύ οπλισμό, η εξαγγελία μέτρων με σκοπό τον  περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης, ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας που θα εκλέγεται από το λαό,  η «θέσπιση ιδιώνυμου για βαριά αδικήματα που διαλύουν την κοινωνική συνοχή και τον εθνικό κορμό», κατάργηση κάθε συνδικαλισμού στις ένοπλες δυνάμεις, απαγόρευση παρατάξεων στα πανεπιστήμια, απαγόρευση των αμβλώσεων, κά.
Η Χρυσή Αυγή προσπαθεί να εμφανιστεί ως πολιτική δύναμη ικανή να συμβάλει στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης υιοθετώντας μέτρα επεκτατικής πολιτικής (γεγονός που φανερώνει ότι οι αναγκαίες για το καπιταλισμό αλλαγές στο μίγμα διαχείρισης δεν έχουν χρώμα), προσφέροντας ως μεγάλη υπηρεσία στο σύστημα την διαμόρφωση μαζικού μαχητικού ρεύματος υποστήριξης μέτρων περιορισμού δημοκρατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών, τσακίσματος του εργατικού κινήματος, περιορισμού ή και απαγόρευσης της δράσης του ΚΚ, ιδεολογικής (και όχι μόνο) προετοιμασίας για την εμπλοκή της Ελλάδας σε μια πιο γενικευμένη πολεμική σύγκρουση στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. 
    Η ιστορική πείρα φανερώνει ότι η αστική τάξη διαθέτει την ευλυγισία προκειμένου να επιλέγει κάθε φορά την αναγκαία εκείνη μορφή κρατικής εξουσίας (κοινοβουλευτική δημοκρατία, φασισμό, κτλ) και τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που θα είναι πιο αποτελεσματικές στην υπεράσπιση των συμφερόντων της. Εναπόκειται στην εργατική τάξη και την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα, να χαλάσουν τους παραπέρα σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό αποτελεί το να μην παρασυρθούν από τις αντιθέσεις μεταξύ μερίδων των μονοπωλίων, να μην καταντήσουν ουρά της μιας ή της άλλης πλευράς, να μην αντικρίζουν ως ιερούς και απαραβίαστους τους αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Χρειάζεται να αποκαλύπτουν ότι η αντίδραση «σε όλη τη γραμμή» αποτελεί νομοτελειακό συνοδοιπόρο του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, ότι μοναδικός σίγουρος τρόπος για τη συντριβή της δεν αποτελεί η αστική δημοκρατία, αλλά η ανατροπή της αστικής εξουσίας, η πάλη για την εξουσία της εργατικής τάξης.