Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Τρόμος και αθλιότητα του κινηματογράφου

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Δεμένη κόκκινη κλωστή

Σε έξαρση εδώ και καιρό το προβοκατόρικο δίλημμα «Χρεοκοπία ή εμφύλιος» που θέτει επίμονα η αστική εξουσία στην εργατική τάξη και το λαό, μέσα από το σύνολο των επικοινωνιακών μηχανισμών που ελέγχει. Ετσι, μια κινηματογραφική ταινία για τον εμφύλιο - καπάκι στο στημένο αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη - που βγαίνει στις αίθουσες για το πλατύ κοινό, μέσα στην προεκλογική περίοδο μιας αναμέτρησης που αναμένεται να διεξαχθεί μέσα σε πρωτόγνωρο όργιο τρομοκρατίας, χτυπά υποχρεωτικά το κουδουνάκι της καχυποψίας. Υπερβολικό; Ισως! Μην ξεχνάμε όμως ότι και η αποδοχή μιας ταινίας - όπως τόσα και τόσα άλλα - επηρεάζεται και καθορίζεται και από τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα της στιγμής εμφάνισής της.

«
ΔΕΜΕΝΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ» είναι η δεύτερη ταινία μυθοπλασίας του Κώστα Χαραλάμπους που αποδεικνύεται ότι έχει γνώση, αίσθηση και ικανότητα όσο λίγοι στην Ελλάδα να κάνει κινηματογράφο. Ο τίτλος της ταινίας, κατά το δελτίο Τύπου, συνιστά έννοια διττή. Δανείζεται την έκφραση με την οποία οι λαϊκοί παραμυθάδες «αρχινούσαν την αφήγησή τους» καθώς επίσης και το συμβολισμό του «κόκκινου» της κλωστής, που ως «γραμμή αίματος συνδέει τις αρχέγονες ιστορίες της γης». Αίμα σημαίνει βία και «αρχέγονες ιστορίες» σημαίνει πρωτόγονες, καθυστερημένες. Σύμφωνα δε με το λεξικό του Μπαμπινιώτη, αντιθετική έννοια στο πρωτόγονο και καθυστερημένο, αναφέρεται το εξελιγμένο, το πολιτισμένο. Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η ερμηνεία, που, σαν μεταγλώσσα που είναι, βασίζεται στα δεδομένα της κινηματογραφικής εν προκειμένω γλώσσας που βρίσκεται ήδη εγγεγραμμένη στο σελουλόιντ. Οι διαδικασίες ερμηνείας απορρέουν και επιστρέφουν στο πρωτογενές κείμενο, σύμφωνα με τη μέθοδο «top-down» και «bottom-up» που προτάσσει ως καταλληλότερη ο γνωστός θεωρητικός David Bordwell.
Από τα παραπάνω συνοψίζεται ότι η ταινία μυθοπλασίας πραγματεύεται ένα μύθο πλασμένο αυθαίρετα, κατά βούληση και επιλογή του δημιουργού της ταινίας. Στην εν λόγω ταινία, ο μύθος έχει περιεχόμενο το αίμα από τη βία που πηγάζει από τις πρωτόγονες και καθυστερημένες ιστορίες, σαν κι αυτή του εμφύλιου. Ας συμφωνήσουμε ακόμα στο ότι η ταινία και φτιάχτηκε σήμερα (αυτό σημαίνει στη δίνη πρωτόγνωρης επίθεσης στα εργασιακά και λαϊκά δικαιώματα και δεν νοείται «καλλιτέχνης» να μη λαμβάνει σοβαρά υπόψη τον παλμό της εποχής) και μιλά για το σήμερα (μέσα από μεταφορές και αναγωγές - διότι αλίμονο, αν δεν μιλούσε, δεν επικοινωνούσε και δεν κοινωνούσε μηνύματα στο σήμερα, δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης!).
Πολύ συνοπτικά, λοιπόν, η ιστορία τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 1945 - μετά τη Βάρκιζα, σε ένα χωριουδάκι της Στερεάς. Η επιλογή του χώρου συνεπάγεται περιορισμούς που ισχναίνουν επικίνδυνα το θέμα, το αποφλοιώνουν αναγκαστικά από το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, αφήνοντας ξεγυμνωμένη μόνο τη βία και το αίμα. Η ταινία έτσι υποβιβάζεται σε μια περιπέτεια δράσης, με τον εμφύλιο σαν δελεαστικό σκηνογραφικά φόντο ή μάλλον, ακόμα χειρότερα σαν σπετσάτο, εκείνα τα πελώρια ζωγραφισμένα σε μουσαμά σκηνικά. Τότε αρχίζεις σοβαρά να αναρωτιέσαι για το τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης μ' αυτήν την ταινία ... και συνειδητοποιείς ότι η γεύση που μένει τελικά στο στόμα είναι ο φόβος μπροστά σ' αυτήν την υπέρμετρη βία και το «κονσερβοκούτι» των κομμουνιστών. Στυγνή βία, ωμή, τρομαχτική και από τις δύο πλευρές, αδιακρίτως ποιος είχε δίκιο όταν αυτό το πανηγύρι άρχισε. Τώρα και οι δύο φταίνε για το σκοτωμό. Η θεωρία των άκρων σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Και η κάμερα να επιβεβαιώνει και να επαυξάνει τη φρίκη με κοντινές, εκχυδαϊσμένης, χολιγουντιανής αισθητικής λήψεις, μην τυχόν και η εικόνα που θα φτιάξει η φαντασία μας υστερεί σε φρίκη της κινηματογραφικής απεικόνισης. Η ταινία προειδοποιεί, με τους όρους του εμφυλίου, για το τι θα μπορούσε να συμβεί σήμερα σε περίπτωση όξυνσης της ταξικής πάλης. Οξυνσης από ποιους; Μα από το ΚΚΕ και τις ταξικές δυνάμεις, αυτούς που εξωθούν τα πράγματα στα άκρα... Η ιδεολογική λαθροχειρία της αφήγησης δομείται πάνω στην κουτοπονηριά του σεναρίου που, εξαρχής φροντίζει, να στοιχηθεί πίσω από την «ιστορική αλήθεια» σχετικά με τις αιτίες έναρξης του εμφύλιου. Κι εφόσον εξασφαλίστηκε το άλλοθι της «αντικειμενικότητας», ό,τι ήθελε επακολουθήσει, δεν μπορεί παρά να φέρει αυτοδικαίως, το στίγμα της αλήθειας! Δυστυχώς!!!
Παίζουν: Θάνος Σαμαράς, Τάσος Νούσιας, Στεφανία Γουλιώτη, Εφη Γούση, Βασίλης Χρηστίδης, Ντίνα Μιχαηλίδου, κ.ά.
Παραγωγή: Ελλάδα (2011).

Τρόμος και αθλιότητα του κινηματογράφου
Σκέψεις πάνω στην ταινία «Δεμένη Κόκκινη Κλωστή»
Σκηνή από την εν λόγω ταινία
Ο ακήρυχτος πόλεμος για τον εκφοβισμό και την άνευ όρων παράδοση του λαού στην εξαθλίωσή του έχει πολλά όπλα. Ανάμεσα στα πιο αποτελεσματικά συγκαταλέγεται και η τέχνη. Στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης και των κομμάτων της να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος και την ισχυροποίηση του ΚΚΕ σημαντικό ρόλο έχει αναλάβει και ο κινηματογράφος, όπως σειρά γεγονότων καταμαρτυρούν. Για παράδειγμα, δεν είναι ούτε συμπτωματική, ούτε αγαθή - εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις - η επιλεκτική προτίμηση του ελληνικού κινηματογράφου στον εμφύλιο τα τελευταία ειδικά χρόνια, όπως δεν ήταν τυχαία και η παλιότερη εμμονή του αμερικανικού κινηματογράφου στο Βιετνάμ.Μια πρόσφατη απόδειξη αποτελεί η ταινία του σκηνοθέτη Κώστα Χαραλάμπους «Δεμένη κόκκινη κλωστή», η οποία μάλιστα - σε αντίθεση με τα φονικά χτυπήματα που δέχεται στις μέρες μας σχεδόν κάθε ανιδιοτελής καλλιτεχνική προσπάθεια - έτυχε υποστήριξης και αμέριστης διευκόλυνσης τόσο από τους παραγωγούς της, όπως η κρατική ΕΡΤ, όσο και από το ισχυρότερο μονοπώλιο της κινηματογραφικής διανομής στη χώρα μας, την Odeon. Μια υποστήριξη καθόλου αδικαιολόγητη, αφού η ταινία φιλοδοξεί να ανταμείψει τους «επενδυτές» της, αν όχι οικονομικά, οπωσδήποτε ιδεολογικά και πολιτικά.
Κι αυτό γιατί το θέμα της είναι μεν ο εμφύλιος, το περιεχόμενό της όμως αφορά το σήμερα και συγκεκριμένα τις ολέθριες δήθεν συνέπειες που θα έχει στη ζωή και την οντότητα κάθε αγνού και φιλειρηνικού ανθρώπου η άνοδος και η όξυνση της ταξικής πάλης, εφόσον σ' αυτήν πρωτοστατεί το ΚΚΕ.
Η εισαγωγή της ταινίας επιδιώκει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του θεατή, παίρνοντας τάχα το μέρος των αδικημένων. Ενα τέχνασμα που αποσκοπεί να προσδώσει αληθοφάνεια στις δυνατές δόσεις κατασυκοφάντησης της λαϊκής πάλης και υποδόριου αντικομμουνισμού που ελλοχεύουν στο ξετύλιγμα της πλοκής της με εμφανείς προεκτάσεις στο σήμερα, και συνοψίζονται στα παρακάτω:
Στον εμφύλιο πόλεμο δε συγκρούστηκαν τα αντίμαχα κοινωνικά - ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και της πλειονότητας του ελληνικού λαού με εκείνα της ντόπιας πλουτοκρατίας και των ξένων συμμάχων της για το ποια τάξη θα έχει την εξουσία. Ηταν πάλη κάποιων ομάδων με στενά κομματικά και άλλου είδους ψυχολογικά π.χ. κίνητρα, όπως «το άσβεστο, σχεδόν μεταφυσικό μίσος των αντίπαλων στρατοπέδων», ένα είδος κοινωνικού αυτοματισμού δηλαδή.
Eπομένως, ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού με την καθοδήγηση του ΚΚΕ δεν είχε στην πραγματικότητα όραμα και ιδανικά. Ηταν αγώνας αντεκδίκησης και εξουδετέρωσης των πολιτικών αντιπάλων του, όπως γίνεται και στην ταινία «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης», όπου αγνοούνται προκλητικά οι ζωτικές κοινωνικές αιτίες της σύγκρουσης των εποίκων Ιρλανδών με τους αυτόχθονες Νεοϋρκέζους, για να προβληθεί η ωμότητα και η αγριότητά της, άρα και η αναγκαιότητα να μπει επιτέλους τάξη.
Η κομματική ηγεσία εγκλώβισε φιλήσυχους οικογενειάρχες σε έναν αδιέξοδο και παράλογο κύκλο μίσους και αίματος, καταστρέφοντας όχι μόνο τη ζωή τους, αλλά και την ηθική, ψυχική και πνευματική τους υπόσταση με τη μετατροπή τους σε στυγερούς δολοφόνους και αποκτηνωμένους βασανιστές ακόμη και αθώων γυναικόπαιδων!
Για να διαλυθεί και η παραμικρή αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς στόχους της ταινίας, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο δελτίο Τύπου που την προανάγγειλε. Σύμφωνα με αυτό, πίσω από τους αιματηρούς αγώνες και τα δράματα της ιστορίας δεν υπάρχει η ταξική πάλη, αλλά «οι θεωρούμενες πιο "προικισμένες" ομάδες», όπως καλή ώρα το ΚΚΕ, που «ονοματίζουν το συμφέρον τους καθήκον, και προσπαθούν να το επιβάλουν σε άλλες ομάδες νομιμοποιώντας τη χρήση και της πιο απεχθούς βίας γι' αυτό που θεωρούν ως ιερή αποστολή "για το καλό της ανθρωπότητας"»!
Στην ουσία, η ταινία διακατέχεται από τη μεταμοντέρνα θεωρία της ιστορικής αποδόμησης, περί της τρίτης και δήθεν «ουδέτερης» και «αμερόληπτης» - έξω από τους δύο ταξικούς υποκειμενισμούς - άποψης. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η αφήγηση δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για την ίδια την ιστορία, αλλά για μεμονωμένα εμπειρικά, βιωματικά περιστατικά της, υποκειμενικά σαφώς επιλεγμένα, που δημιουργούν ένταση και σασπένς τύπου σπλάτερ. Μια θεωρία πολύ βολική για να μπορεί καθένας ελεύθερα να παραποιεί την ιστορία και αυθαίρετα να την ερμηνεύει σε όφελος των συμφερόντων του κεφαλαίου και της κυρίαρχης ιδεολογίας, παρουσιάζοντάς την ως καθολικά «αντικειμενική», όπως γίνεται και στην «Κόκκινη κλωστή».
Σ' αυτό το περίγραμμα, καμία έκπληξη δεν προκαλεί το γεγονός ότι η ταινία, προκειμένου να παραλύσει από φόβο και εκβιαστικά διλήμματα του τύπου «υποταγή ή εμφύλιος όλεθρος» το μυαλό του θεατή, δανείζεται τις τεχνικές και τα ειδικά εφέ της από τις αμερικάνικες ταινίες τρόμου. Αίμα, τανάλιες, ψαλίδια, λεπίδια, καρφιά, όλα τα σατανικά σύνεργα βασανισμού και βίας επιστρατεύονται σ' αυτήν την αποστολή στο όνομα του ρεαλισμού, ενώ ο φακός ζουμάρει καταγράφοντας επίμονα και εξονυχιστικά και την πιο ανατριχιαστική λεπτομέρεια, ειδικά όταν αυτή αφορά την εγκληματικότητα των «ένοπλων αριστερών», σε μια προσπάθεια αναπαλαίωσης της πιο ξετσίπωτης και μισαλλόδοξης αστικής προπαγάνδας των δεκαετιών του '50 και του '60 για τα «κονσερβοκούτια» των «ληστοσυμμοριτών». O μόνος λόγος που το έργο αναφέρεται στις ωμότητες και της άλλης πλευράς, είναι για να εξισωθεί τελικά ο κομμουνισμός με το φασισμό, ο οποίος σε καμία περίπτωση βέβαια δεν αντιμετωπίζεται ως το άλλο πρόσωπο της «αστικής δημοκρατίας» και γέννημα της ίδιας μ' αυτήν μήτρας, της αστικής εξουσίας δηλαδή.
Με λίγα λόγια αυτού του είδους τα μεταμοντέρνα ιδεολογικοπολιτικά επινοήματα, που δεν είναι μόνον κινηματογραφικά, αφού στις μέρες μας αξιοποιούνται κατά κόρον από την αστική πολιτική, την ιστοριογραφία, την τηλεόραση, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, έχουν ένα γενικότερο στόχο. Να παρασύρουν με όρους ψυχολογικούς το δέκτη τους, μετατοπίζοντας την προσοχή του από το πρόβλημα της ιστορικής πραγματικότητας και τις αιτίες του στη χυδαιότερη επιφάνεια μιας συνειδητής και σκόπιμης περιπτωσιολογίας (π.χ. μια καθαρίστρια στην τάδε δημόσια υπηρεσία παίρνει 3.000 ευρώ μισθό) για να ακυρώσουν την κρίση και τη λογική του και να τον εμποδίσουν να συνειδητοποιήσει μονομιάς τα ταξικά και βλαβερά για το λαό μηνύματά τους. Απευθυνόμενοι σε στιγμιαίες και παροδικές αισθήσεις και παραβιάζοντας κατάφωρα την αλήθεια και τη λογική πρώτα και κύρια επιδιώκουν να καταδικαστεί στη λαϊκή συνείδηση ως ωμή, αποτρόπαιη βία και «ολοκληρωτισμός» η πάλη της εργατικής τάξης για το δίκιο της και να αμαυρωθεί η ηθική και ιδεολογική - πολιτική υπεροχή της οργανωμένης πρωτοπορίας της, των κομμουνιστών. Να αφαιρέσουν δηλαδή από το λαό τα μόνα του όπλα και στηρίγματα, τη δυνατότητά του να δει ότι υπάρχει εναλλακτική γι' αυτόν λύση, που έχει τη δύναμη να την επιβάλλει. Πρόκειται για επικίνδυνες και ύπουλες μεθόδους, που όσο θα σαπίζει το καπιταλιστικό σύστημα και θα διογκώνονται τα αδιέξοδά του, τόσο θα εντείνονται, γι' αυτό και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθούν.
Ωστόσο, οι μεγάλες ταξικές αναμετρήσεις, σε πείσμα των κάθε λογής πολιτικών, δημοσιογραφικών ή καλλιτεχνικών εκφοβιστών και εκβιαστών του λαού, είναι αναπόφευκτες σε συνθήκες απότομης όξυνσης των λαϊκών προβλημάτων και αδυναμίας των «πάνω» να τα διαχειριστούν, όσο αναπόφευκτοι και αμείλικτοι είναι οι νόμοι της ιστορίας, δηλαδή της κοινωνικής εξέλιξης.

Ε. Μ. - Γ. Σ.