Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Η «αξιοποίηση» του «ευρωσκεπτικισμού»

Χτες, σε κύριό της σχόλιο με τίτλο «Η Ευρώπη που αλλάζει», η «Καθημερινή», με αφορμή την παρέμβαση του Βρετανού ευρωβουλευτή του «Κόμματος της Ανεξαρτησίας» Ν. Φάρατζ κατά του Αντ. Σαμαρά, τον οποίο κατηγόρησε ότι «στην Ελλάδα κυβερνάει η τρόικα», εκφράζει την ανησυχία της για τον «ευρωσκεπτικισμό». Την ίδια στιγμή, εκτεταμένα ρεπορτάζ αναφέρουν την πιθανότητα στο επόμενο Ευρωκοινοβούλιο να είναι ενισχυμένα τα «ευρωσκεπτικιστικά κόμματα».

Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ, που ορέγεται την αστική διαχείριση, ασκεί κριτική τόσο στην κυβέρνηση όσο και στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και άλλων ισχυρών χωρών στην ΕΕ, λέγοντάς τους ότι απεμπολώντας τις ιδρυτικές παραδόσεις της ΕΕ ενισχύουν τους ευρωσκεπτικιστές, οδηγούν την ΕΕ στην αστάθεια, προβάλλοντας παράλληλα την ανάγκη αλλαγής της ΕΕ και της Ευρωζώνης.

Ο «ευρωσκεπτικισμός», που προβάλλεται ως «φόβητρο», αποτελεί πολιτικό ρεύμα που εκφράζει τμήματα του κεφαλαίου κρατών της ΕΕ, που στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, της όξυνσης των αντιθέσεων και της αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων θεωρούν ότι δεν εξυπηρετούνται από τη σημερινή ΕΕ και την Ευρωζώνη. Στο στίγμα τους οι περισσότερες τέτοιες πολιτικές δυνάμεις ενσωματώνουν έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, αν και σε κάθε χώρα, ανάλογα με το βαθμό σύνδεσής της με την ΕΕ και την οικονομική και πολιτική της δύναμη, εκφράζονται διαφορετικά.
Εθνικιστικές και κοσμοπολίτικες θέσεις συνυπάρχουν πάντα αντιφατικά στην πολιτική του κεφαλαίου, στα αστικά κόμματα, ανεξάρτητα από τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς τους. Οι θέσεις αυτές εναλλάσσονται ως προς το προβάδισμά τους ανάλογα με τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.

Επειδή ακριβώς πρόκειται για αστικά ρεύματα οι ευρωσκεπτικιστές δεν αρνούνται τη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και διακρατικές ενώσεις. Ετσι, π.χ., η Λεπέν λέει «ναι» στη διάλυση της ΕΕ για την αντικατάστασή της από μια άλλη «ένωση των ελεύθερων εθνικών κρατών». Μια αστική πολιτική δύναμη δεν μπορεί να παραγνωρίζει τη διεθνοποιημένη οικονομία, την ανάγκη συμμετοχής του δικού της κράτους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αλλωστε, πάντα υπήρχαν αστικές δυνάμεις που ασκούσαν κριτική στη διαδικασία της ΕΟΚ και στη συνέχεια της ΕΕ.

Τέτοιες απόψεις εκφράζονται και από κύκλους του ελληνικού κεφαλαίου και δεν είναι απίθανο να εκφραστούν και με πολιτικές δυνάμεις.

«Ευρωπαϊστές» και «ευρωσκεπτικιστές» ανταγωνίζονται σε σχέση με το ποιος θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας του στο πλαίσιο της Ευρώπης. Και οι δύο βάζουν στη μέση τους λαούς τους προσπαθώντας να τους πείσουν ότι πρέπει να ακολουθήσουν τα κοσμοπολίτικα ή εθνικιστικά κηρύγματά τους.

Ο εργάτης και η εργάτρια, κάθε βιοπαλαιστής από τα λαϊκά στρώματα, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή η κόντρα είναι ξένη με τα δικά τους συμφέροντα, δεν γίνεται γι' αυτούς, ακόμα και αν διεξάγεται στο όνομά τους.

Να μην παγιδευτούν στις προσπάθειες εκφοβισμού που εκδηλώνονται με στόχο να εγκλωβιστούν στα αστικά πλαίσια, είτε στο όνομα «διάσωσης της ΕΕ», είτε στο όνομα «διάσωσης του έθνους».

Να μην παραμυθιάζονται ότι η ΕΕ μπορεί να γίνει φιλολαϊκή ή αυτό που πλασάρουν οι «ευρωσκεπτικιστές», με διάφορες παραλλαγές, για δήθεν «ισότιμες σχέσεις μεταξύ εθνικών κρατών», σε μια διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία, όπου αυτό που κυριαρχεί είναι η ανισομετρία, ο διαρκής ανταγωνισμός και πρόσκαιροι συμβιβασμοί ανάμεσα σε ισχυρά και λιγότερο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.

Μοναδικός φιλολαϊκός δρόμος είναι κάθε λαός στη χώρα του να ανατρέψει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων, να πάρει την εξουσία στα χέρια του, να αποδεσμευτεί από την ΕΕ και κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία.

Αναδημοσίευση από τη στήλη «Η άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Παρασκευής 17 Γενάρη