Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Η περιφορά του επιταφίου στη Σαλαμίνα: «Πρώτος - πρώτος περνούσε καθαροντυμένος και κορδωμένος ο δήμαρχος…»

Του Τάκη Βαρελά 

Ο Πέτρος Φουρίκης ( 1878 – 1936), κατά τον Δημήτρη Πάλλα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Εθνοσύμβουλο της Σαλαμίνας στις Κορυσχάδες, ήταν ο πρώτος πνευματικός άνθρωπος της Σαλαμίνας. Για πολλούς, ο Πέτρος Φουρίκης, είναι ο Διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών και ο διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Για όποιον πάλι μελετήσει το έργο του θα διακρίνει ένα διανοούμενο με έντονη κριτική και αναλυτική σκέψη. Δημοκρατική προσωπικότητα. Δεν διστάζει στην εποχή του, να αποτυπώσει τις κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής του, ακόμη και στη μικρή κοινωνία, την Σαλαμίνα, τον τόπο καταγωγής του. 


Καυστικός και δηκτικός στη γραφή, γέρνει την πέννα του στην πλευρά των ανθρώπων του μόχθου.
Διαβάζοντας κανείς την «Μεγαλοβδομάδα» του Π. Φουρίκη, γραμμένη το 1925 όπου και περιγράφονται τα έθιμα της Σαλαμίνας, θα βρεθεί μπροστά σε μια κοινωνική ανατομία του νησιού, θα δει την ταξική διαστρωμάτωση του νησιού αποτυπωμένη μέσα από την περιφορά του επιταφίου.

Το έργο προδημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος» του Γεωργίου Δροσίνη.

Αναδημοσιεύτηκε με επιμέλεια του συγγραφέα Τάσσου Καραντή στην εφημερίδα «Υποχρεωτικά Μπροστά» προεκλογική εφημερίδα της ΔΔΚΣ, συνδυασμού, που υποστήριζε στις τοπικές εκλογές το ΚΚΕ στη Σαλαμίνα το 2006

Από το 1925 πέρασαν 89 χρόνια, το σκηνικό της περιφοράς του επιταφίου, με λίγες παραλλαγές θα το συναντήσουμε μπροστά μας παραμονή του Πάσχα, παραμονή εκλογών, με τον Πέτρο Φουρίκη να ακτινογραφεί τη κοινωνία του νησιού του.

Να, πώς περιγράφει ο Φουρίκης την περιφορά του επιταφίου στη Σαλαμίνα:

«Μοιάζει σαν σε παρέλαση μορφών και χαρακτήρων, που μας διδάσκει πολλά από 'κείνα που γίνονται στις μικρές κοινωνίες.

Πρώτος - πρώτος περνούσε καθαροντυμένος και κορδωμένος ο δήμαρχος, φουσκωμένος από περηφάνια, γιατί αυτός σαν ποιο έξυπνος κατόρθωσε να πατήσει τα ποιο καλά χτήματα του νησιού, κι από αδέκαρος έγινε με την τοκογλυφία, «τον τόκο 'πιτόκου» και στο «άστου ντούα» πλούσιος μεγαλοχτηματίας και δήμαρχος.

Κοντά στο δήμαρχο, μα λίγο ποιο πίσω απ' αυτόν, περνάει ο 'ρηνοδίκης και ο αστυνόμοσ, που με τη στάση τους εφαινόντουσαν σαν να ήθελαν να δείξουν πως ήξεραν ποιος ήταν ο τρανός του τόπου, που μπορούσε μ’ ένα γνέψιμο, να τους "στείλει από κει πούρθαν και ακόμα παραπέρα".

Μαζί με αυτούς, συμμαζεμένοι περνούσαν οι δάσκαλοι του χωριού κ΄ οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, που με τα φτωχά και τριμμένα ρούχα τους έδειχναν πως δούλευαν σε φτωχό ή αχαΐρευτο αφεντικό.

Από κοντά ερχόντουσαν οι άλλοι αρχόντοι του τόπου, κείνοι, που με την καπατσοσύνη τους έγιναν νοικοκυραίοι με τις πλάτες και τα χέρια των αλλωνών, κείνων που, αφού τους φάγανε ως το κόκκαλο φαμελικώς, έρχονται να τους προστατέψουν και να τους ευεργετήσουν τάχα. 

Αυτοί είναι οι μπακάληδες και ταβερνιαραίοι του τόπου, που αφού πήραν απ' τον γεμιτζή, τον τρατάρη και τον λοτόμο, όλη τη δούλεψη, χρεώνοντας τα βερεσέδια δυο τουλάχιστο φορές και ακριβά όσο βάσταε η ψυχή τους.

Είναι οι ίδιοι, που μες από τα μαγαζιά τους, που μοιάζαν σαν λημέρια κλέφτικα, παραμόνευαν να περάσει κανείς περαστικός ή ταξιδιάρης, για να τον φωνάξουν να μπει μέσα, να τον κεράσουν ένα κρασί για μουσαφιρλίκια, ενώ πραγματικά είχανε σκοπό να τον γδύσουν μόλις έρθει στο κέφι και να του πουλήσουν το κιντινάρι για μισή οκά.

Είναι αυτοί οι ίδιοι που ξεκίνησαν με μια νταμιτζάνα κρασί δανεικό και τώρα με το να πουλούν ξίκικα το ξιδάτο, η μισονερωμένο κρασί και με το να σερβίρουν τρεις και τέσσερεις φορές το βιδάνιο στις κεφιασμένες παρέες, έγιναν αφεντάδες, ανακατεύονται στα πολιτικά, βγαίνουν δημοτικοί σύμβουλοι, έχουν γνώμη για όλα τα ζητήματα, έχουν την αξίωση να τους ακούει η κυβέρνηση και ο μητροπολίτης, όχι μονάχα στα μικρά αλλά και στα μεγάλα ζητήματα.

Αυτοί αφού έκλεψαν την αγράμματη και ανοικοκύρευτη φτωχολογιά, έρχονται στις καλές μέρες και τις δίνουν ξεκονόμησι για να περάσει τις εορτές και ύστερα θα τις δώσουν ξεκίνησι για το ταξίδι λίγα χρήματα, χρεώνοντας "με εικοσιτέσσερα τις εκατό και τον τόκο μπροστά".

Να και οι παρτινεβέληδες, οι εφοπλισταί της εποχής μας, αυτοί, που με τα θαλασσοδάνεια και με τους ταχτικούς λογαριασμούς, που θυμίζουν το "τρεις στο λάδι, τρεις στο ξύδι, έξι στο λαδόξυδο" μένοντας στο νησί εφρόντιζαν μονάχα, να σημειώνουν την ημέρα που έφευγε και που γύριζε η σαραβαλιασμένη μπρατσέρα τους για να ‘λέγξη τον καπετάνιο του καϊκιού, γιατί άργησε και δεν έφερε πολύ μερτικό, ενώ το καΐκι του καπετάν Προκόπη έκανε δύο ταξίδια στον ίδιον καιρό.

Σκλάβοι αλευτέρωτοι οι δυστυχισμένοι ναύτες όργωναν τη θάλασσα και ριζικάρανε την ζωή τους με την ελπίδα να κονομήσουν το ξερό ψωμί των παιδιών τους. Μόνη τους παρηγοριά για τα γεράματα, ήσαν οι δεκαπεντέμιση δραχμές του Απομαχικού Ταμείου!

Αυτοί, με του λοτόμηδες, τους τραταραίους και την άλλη φτωχολογιά είναι "οι πτωχοί τω πνεύματι και καθαροί τη καρδία' που ακολουθούνε τους πρώτους, όπως τα πρόβατα τον τσοπάνη, που τους παίρνει το γάλα, το μαλλί και στο τέλος και το τομάρι!».

Συνεχίζει και κλείνει την περιγραφή του ο Πέτρος Φουρίκης. 

« …και έτσι τελειώνει η μεγαλοβδομάδα με πολύ λίγοι θρησκευτική ευλάβεια μα με μεγάλη φροντίδα για την κοιλιά, όπως δυστυχώς όλες οι εορτές του χριστιανισμού στα χρόνια μας». 

Μέρες που έρχονται, τα συμπεράσματα δικά σας.

Καλό Πάσχα και δύναμη!