Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ο φασισμός και ο ναζισμός εμφανίστηκαν για να υπηρετήσουν το κεφάλαιο


Η ομιλία του Γιώργου Μαργαρίτη, καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ, στην εκδήλωση που διοργάνωσε η ΝΕ Υπαίθρου Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ για τα 68 χρόνια από το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη

Στις 2 Σεπτέμβρη 1944, ημέρα Σάββατο, στο χωριό του Χορτιάτη έφθασαν ισχυρές δυνάμεις του γερμανικού στρατού, περίπου τριακόσιοι στρατιώτες, συνοδευόμενες από ογδόντα περίπου ταγματασφαλίτες της μονάδας του Σούμπερτ. Αποστολή τους ήταν να κάψουν το χωριό μαζί με τους κατοίκους του. Να μην αφήσουν πέτρα στην πέτρα, να μην αφήσουν άνθρωπο ζωντανό. Ο σκοπός τους ήταν να εμφυτεύσουν τον τρόμο στην ψυχή των ανθρώπων, να κάνουν την αγριότητα πολιτικό και στρατιωτικό επιχείρημα.Βρισκόμασταν στο τέλος της Κατοχής, οι Γερμανοί σύντομα θα έπαιρναν το δύσκολο και επικίνδυνο δρόμο της υποχώρησης για τη μακρινή τους πατρίδα. Πίστευαν ότι θα είναι πιο ασφαλείς αν μετέτρεπαν το μίσος των κατακτημένων σε τρόμο και ανασφάλεια, αν έπνιγαν στο αίμα και στα δάκρυα τη διάθεση εκδίκησης και το μαχητικό πνεύμα ενός λαού που έβλεπε να πλησιάζει η λευτεριά του.
Από κοντά και οι ταγματασφαλίτες, «τεχνικοί σύμβουλοι» στην καταστροφή. Αυτοί θα έμεναν. Επένδυαν στον ίδιο τρόμο, στο ίδιο πρότυπο του μαρτυρικού θανάτου. Μέσα από αυτά θα αναχαίτιζαν, έλπιζαν, τις λαϊκές προσδοκίες και θα εξασφάλιζαν το αύριο της φαύλης τους ύπαρξης και του προδοτικού δοσιλογισμού.
Διά της βίας και του θανάτου εξάλλου είχε συνηθίσει να κυβερνά ο φασισμός. Ισως ποτέ πριν στην ανθρωπότητα δεν υπήρξε κίνημα πολιτικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό που να μετέτρεψε την απειλή της βίας και της θανάτωσης σε κεντρικό σύνθημά του. «Viva la muerte» («Ζήτω ο θάνατος») ήταν το σύνθημα των Ισπανών φασιστών στον αντιφασιστικό εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας. Αντί να υποσχεθεί τη ζωή, το φασιστικό κίνημα αρεσκόταν να εμφανίζεται ως προσωποποίηση και εργαλείο του Χάρου. Ο καθείς και τα όπλα του, ο καθείς και οι ιδέες του, όπως θα έλεγε ο ποιητής.

Από την εκδήλωση στην κατάμεστη κοινοτική αίθουσα του Χορτιάτη. Στο βήμα ο Γ. Μαργαρίτης
Πραγματικά, μέσα σε λίγες ώρες, η μικρή κοινωνία του Χορτιάτη έζησε την απόλυτη κόλαση. Αρκετοί, όσοι άκουσαν τις προειδοποιήσεις του ΕΑΜ, όσοι δεν έδειξαν εμπιστοσύνη στις παραινέσεις παραγόντων του χωριού που πίστευαν ίσως ότι μπορούν να εξευμενίσουν το θηρίο, όσοι, την τελευταία στιγμή, δεν έδειξαν εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις των ταγματασφαλιτών, που υποκριτικά καλούσαν τους κατοίκους να φερθούν ήρεμα και πολιτισμένα, έφυγαν προς το βουνό και κρύφτηκαν στο δάσος ή στα γκρεμνά του. Η τύχη των υπολοίπων ήταν αυτό που ο φασισμός μπορεί να προσφέρει: Η μαρτυρική θανάτωση.Οι προσπάθειες των παραγόντων για συνεννόηση με Γερμανούς και ταγματασφαλίτες έπεσαν στο κενό, εξάλλου ο πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο πρώτος που μαχαιρώθηκε πριν ριχτεί στη φωτιά. Ο ιερέας υπέστη έσχατους εξευτελισμούς, μαζί με την οικογένειά του, πριν θανατωθεί. Οι Γερμανοί, αλλά κυρίως οι ταγματασφαλίτες, είχαν ήδη αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στην κτηνωδία. Είχαν ήδη κάψει εκατοντάδες πόλεις και χωριά, βασανίσει και θανατώσει χιλιάδες ανθρώπους.
Κάθε είδους μαρτύριο περίμενε τους κατοίκους που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία ή στο εξοχικό κέντρο «Κήπος», στην πλειονότητά τους γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Η μέρα είχε προχωρήσει εξάλλου, ό,τι ήταν να γίνει γινόταν γρήγορα, αγχωτικά. Η ατίμωση των γυναικών, η σαδιστική θανάτωση των παιδιών μπροστά στους γονείς τους, η αφαίρεση κοσμημάτων - τις βέρες στα δάκτυλα έψαχναν οι Σουμπεραίοι και, για να μην καθυστερούν, έκοβαν το δάκτυλο και το κρατούσαν μαζί με τη βέρα.
Το μαρτύριο ολοκληρώθηκε σε δύο κτίρια του χωριού. Οσοι από τους κατοίκους ήσαν ακόμα ζωντανοί μεταφέρθηκαν σε ένα φούρνο (του Γκουραμάνη) και σε ένα σπίτι (του Νταμπούδη) και στοιβάχθηκαν μέσα στα κτίρια αυτά. Κατόπιν, στο εσωτερικό των κτιρίων και γύρω από αυτά οι Γερμανοί σκόρπισαν το εμπρηστικό υλικό - αυτήν την περίφημη «άσπρη σκόνη» που έκαψε σπίτια και ανθρώπους στα χρόνια της Κατοχής - και έβαλαν φωτιά. Ταυτόχρονα με όλα τους τα όπλα έβαλλαν στα σπίτια, στις πόρτες και στα παράθυρα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορέσει να ξεφύγει.
Οταν ολοκλήρωσαν το έργο τους οι Γερμανοί και οι εφευρετικότεροι σε ιδέες μαρτυρίου και θανάτωσης ταγματασφαλίτες, ο απολογισμός ήταν βαρύς, εξοντωτικός για τη μικρή κοινωνία του Χορτιάτη: 149 άτομα είχαν θανατωθεί μαρτυρικά. Από αυτά τα 51 ήσαν ανήλικα παιδιά, τα 36 με ηλικία κάτω από δέκα χρονών, μερικά ήσαν βρέφη. Ανάμεσα στα πτώματα και στα αποκαΐδια τριακοσίων περίπου σπιτιών, λίγοι που κρύφτηκαν και επέζησαν, σφραγίστηκαν ανεξίτηλα για ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή τους με την εικόνα αυτής της φρίκης.
Δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός
Η καταστροφή του Χορτιάτη δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, μια εξαίρεση, ένα ατύχημα στην πορεία των γεγονότων. Μια μακρά λιτανεία μαρτυρικών πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών είχε προηγηθεί κι άλλες παρόμοιες συμφορές θα ακολουθούσαν μέχρι την τελευταία ημέρα, μέχρι την τελευταία ώρα που οι κατακτητές παρέμεναν στη χώρα μας και που οι ταγματασφαλίτες έπαιρναν διαταγές από τη Νέα Τάξη του ναζισμού, πριν μεταπηδήσουν στην υπηρεσία του μεταπολεμικού αντιλαϊκού κράτους. Το Κορωπί, δίπλα στην Αθήνα, ματώθηκε και κάηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1944 - από «γερμανοντυμένους».
Τι να πρωτομνημονεύσει κανείς: Τα Καλάβρυτα των 700 τόσων θυμάτων, τη Βιάννο των 460 θυμάτων, το Κομμένο Αρτας των 320 θυμάτων, το Δίστομο των 230 θυμάτων, το Αμάρι της Κρήτης, το Δομένικο (από Ιταλούς φασίστες αυτό - έτσι, ως απάντηση στον κύριο Μιχαλολιάκο που «εξήγησε» ότι δεν έφταιγαν οι Ναζί αλλά αόριστα οι Γερμανοί) και το Μεσόβουνο της Δυτικής Μακεδονίας (όπου, ενδιαφέρον και αυτό, δεν βοήθησαν τους σφαγείς κατακτητές οι ταγματασφαλίτες, αλλά η κρατική Χωροφυλακή - στα 1941 ήμασταν, οι δοσίλογοι είχαν άλλη μορφή, η πολιτική επιλογή των ιθυνόντων της άρχουσας τάξης ήταν η ίδια: Με τους κατακτητές πάντα, ποτέ με το λαό!).
Η μαζική κακοποίηση και θανάτωση ανθρώπων, η μαζική καταστροφή πόλεων, χωριών, περιουσιών δεν ήταν μια πολιτική που περιοριζόταν στην ελληνική ύπαιθρο και στις συνοικίες της Αθήνας. Ολη η λειτουργία, η διαχείριση της Νέας Ευρώπης του Αξονα στηριζόταν στην καλλιέργεια του τρόμου.
Οι μόνες διαβαθμίσεις που υπήρχαν στην πολιτική αυτή ήσαν όσες εκπορεύονταν από τη ρατσιστική αντίληψη των ιθυνόντων του Ναζισμού. Οι Αριοι, οι γερμανικοί λαοί, απολάμβαναν ένα είδος ειδικής ασυλίας. Ούτε στη Νορβηγία, ούτε στη Δανία, ούτε στην Ολλανδία δεν γίνονταν αγριότητες όπως αυτές που έζησαν τα ελληνικά χωριά.
Σε άλλες ζώνες της Ευρώπης, όμως, συνέβαιναν χειρότερα. Στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στη Σερβία, στα εδάφη της Σοβιετικής Ενωσης, η θανάτωση ήταν η ΜΟΝΗ πολιτική. Στις περιοχές αυτές κατοικούσαν Σλάβοι, Εβραίοι και Τσιγγάνοι - υπάνθρωποι κατά το Ναζισμό - και μόνο ο θάνατός τους εξυπηρετούσε την οικονομία και το μεγαλείο της γερμανικής φυλής, του Τρίτου Ράιχ και της Νέας Αριας Ευρώπης.
Να σταθούμε μόνο στις λιτανείες των μελλοθανάτων που έφθαναν στη χαράδρα του Μπάμι Γιαρ, έξω από το Κίεβο. Στο χείλος της χαράδρας απλώνονταν σε ατελείωτες σειρές, δολοφονούνταν με μια σφαίρα στο κεφάλι από τους άνδρες των Einsatzgruppen και των Sondercomando και ρίχνονταν, πεθαμένοι ή ημιθανείς, κάτω στο γκρεμνό, για να πάρουν τη θέση τους οι επόμενοι μελλοθάνατοι. Περίπου 150.000 άτομα - Μπολσεβίκοι, στελέχη του Σοβιετικού κράτους, Εβραίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά - σκοτώθηκαν με τον τρόπο αυτό στα 1941, οι 33.800 από αυτούς, οι Εβραίοι του Κιέβου, σε δύο μόλις ημέρες, στις 29 και 30 Σεπτέμβρη του 1941.
Υστερότερες έρευνες για την ψυχολογική κατάσταση των δημίων, που πήραν μέρος στα συνοπτικά αυτά συνεργεία εκτελέσεων, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι οι φονιάδες δεν αντιμετώπισαν κανενός είδους τύψεις ή εφιάλτες στην υστερότερη ζωή τους. Επρόκειτο για «κανονικούς ανθρώπους» - πολλοί από αυτούς οικογενειάρχες με παιδιά - και συνέχισαν τη ζωή τους ως «κανονικοί άνθρωποι». Ο Ναζισμός, αυτό είναι μοναδικό σκοτεινό επίτευγμα στην ιστορία του σύγχρονου κόσμου, είχε συμφιλιώσει τους πιστούς του με το έγκλημα. Οποιων διαστάσεων και να ήταν αυτό το τελευταίο.
Συνεργάτες με την οικονομική ελίτ
Εκτός από την ψυχική ισορροπία των δημίων, εκείνο που προφανώς επίσης δεν διαταράχτηκε, ήταν η γενική αντίληψη περί πατρίδας, λαού, αντίστασης, δικαίου, ανθρωπισμού, πολιτισμού και αξίας της ανθρώπινης ζωής που πρέσβευε η άρχουσα τάξη. Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Νέα Ευρώπη του ναζισμού, η λεηλασία των χωρών και η άγρια εκμετάλλευση του μόχθου των λαών δεν ωφελούσε μόνο τους Γερμανούς.
Οι τελευταίοι ήσαν ευγνώμονες σχεδόν για την πρόθυμη συμπαράσταση που βρήκαν, σε κάθε ευρωπαϊκό κράτος, από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ελίτ. Βιομήχανοι, επιχειρηματίες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, εργολάβοι εργάστηκαν με το αζημίωτο για την Ευρώπη του Αξονα. Σε μερικές χώρες η σύμπραξη με τους κατακτητές έφθασε το απόλυτο. Στη Νορβηγία η τοπική κυβέρνηση συνεργασίας έκανε τόσο καλά τη δουλειά της, ώστε το Ράιχ δεν απέσπασε παρά μόνο 800 τεχνικούς και διοικητικούς υπαλλήλους για τη διαχείριση και την εκμετάλλευση της χώρας.
Στη Γαλλία των 40.000.000, χρειάστηκαν μόνο 1.500 Γερμανοί στην οικονομία και στη διοίκηση και μόνο 6.000 προσωπικό ασφαλείας για την προστασία των πολυάριθμων συμφερόντων του Ράιχ στη χώρα αυτή. Τα υπόλοιπα τα έκανε πολύ καλά η γαλλική διοίκηση και τα βιομηχανικά, εμπορικά, τεχνικά και άλλα επιμελητήρια της χώρας.
Στην Ελλάδα τα επιτελεία της κυβέρνησης, της Χωροφυλακής του Σπηλιωτόπουλου, της Αστυνομίας του Εβερτ και των Ταγμάτων Ασφαλείας του Δερτιλή αγχώνονταν μη τυχόν τους ξεφύγει κανείς κομμουνιστής και πέσει βαρύτερη δουλειά στους κατακτητές της χώρας. Οπως αγχώνονται σήμερα οι ομόλογοί τους κάθε φορά που επισκέπτεται τη χώρα μας η όποια κυρία Μέρκελ. Προς Θεού, ούτε στιγμή η υψηλή επισκέπτρια δεν πρέπει να αισθανθεί άβολα...
Επιχείρηση αποκατάστασης και νομιμοποίησης
Οταν ήρθε η απελευθέρωση, αυτό το άγχος της εξυπηρέτησης του κατακτητή έπρεπε να εξηγηθεί και να νομιμοποιηθεί. Υπήρχε συνέχεια στην κοινωνική, την ταξική εκμετάλλευση. Υπήρχε συνέχεια στην παρουσία ξένων στρατευμάτων και ξένων συμφερόντων στη χώρα. Η επιχείρηση αποκατάστασης της φήμης των κατακτητών και φυσικά των συνεργατών τους ξεκίνησε σχεδόν αμέσως. Ο πρώτος στόχος της επιχείρησης ήταν να συκοφαντηθούν, να διαπομπευθούν η Εθνική Αντίσταση και οι σκληροί αγώνες του λαού μας.
Αμέσως λοιπόν μετά την Κατοχή και τη βρετανική στρατιωτική επέμβαση στην Αθήνα, το Δεκέμβρη του 1944, ξεκίνησε μια επιχείρηση αποενοχοποίησης των γερμανικών, των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής και, φυσικά, των Ελλήνων συνεργατών τους. Για τις καταστροφές στα χωριά, για τις εκατόμβες των αθώων θυμάτων δεν έφταιγε, έλεγε αυτή η λογική, ο στρατός κατοχής και οι ντόπιοι συνεργάτες του. Οσα συνέβησαν ήταν είτε προϊόν της «κακιάς ώρας» είτε αποτέλεσμα παράφρονων ενεργειών εκ μέρους της ένοπλης Αντίστασης, του ΕΛΑΣ πιο ειδικά.
Στις απολογίες τους μάλιστα οι περισσότερο ή λιγότερο σημαντικοί των δοσιλόγων ισχυρίστηκαν ότι η Αντίσταση ενάντια στον κατακτητή είχε σκοπό ανθελληνικό, να αφανίσει δηλαδή τους «υγιείς» Ελληνες, προκαλώντας τα αντίποινα του κατακτητή. Εγραφε ο γνωστός πολιτικός και από τους ιδρυτές της Νέας Δημοκρατίας, Γεώργιος Ράλλης, στο απολογητικό για τον πατέρα του, τον τελευταίο πρωθυπουργό της Κατοχής, Ιωάννη Ράλλη, βιβλίο («Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήνα, 1947):
«...εφόνευον αι συμμορίαι του [του ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ εννοεί], όταν το εγχείρημα δεν παρουσιάζετο δυσχερές, διότι επιμελώς απέφευγον την εμπλοκήν εις πραγματικόν αγώναν, απομονωμένους στρατιωτικούς Γερμανούς ή Ιταλούς δι' ενέδρας πάντοτε. Διά των τοιούτων πράξεων επεδίωκον την εξαπάτησιν των συμμάχων, την σκύλευσιν των δολοφονουμένων, αλλά προπάντων την διά των Γερμανών και Ιταλών ενίσχυσίν των εις το έργον της εξοντώσεως του εθνικιστικού της Ελλάδος πληθυσμού.
Διότι είχον αποκτήση την πείραν ότι ο στρατός της κατοχής, άμα τη ευρέσει πτωμάτων ανδρών ανηκόντων εις τας δυνάμεις του, προέβαινεν εις ομαδικά αντίποινα, φονεύων δι' ένα στρατιώτην του δεκάδας αθώων Ελλήνων πολιτών και πυρπολών, ολοκλήρους κώμας και χωρία, ενώ οι φονευόμενοι και τιμωρούμενοι ουδεμίαν είχον συνήθως σχέσιν προς το έγκλημα, πλην του ότι κατώκουν ή ευρίσκοντο τυχαίως ουχί μακράν του τόπου ένθα τούτο είχε διαπραχθεί. Ούτω είχεν εύρη το ΕΑΜ σπουδαίον συνεργάτην του εις το κύριον σχέδιόν του της εξοντώσεως του υγιούς της χώρας πληθυσμού, αυτόν τούτον τον στρατόν κατοχής».
Το γενικό πνεύμα του δοσιλογισμού πηγάζει διάφανο από το παραπάνω εδάφιο. Οι στρατιώτες των στρατών κατοχής που σκοτώνονταν από την ένοπλη Αντίσταση «εδολοφονούντο» ύπουλα, σε ενέδρα,, με τα πλέον ταπεινά των εγκληματικών ενστίκτων να ωθούν τους «δολοφόνους» - η «σκύλευση των πτωμάτων», η λήστευση των νεκρών λόγου χάρη.
Αντίθετα οι αρχές κατοχής, όργανα νόμου και τάξης, αντιδρούσαν απλά, εφαρμόζοντας άθελά τους σχέδια του ΕΑΜ - την εξόντωση του ελληνικού εθνικισμού. Το γεγονός ότι ο ελληνικός εθνικισμός, ειδικά τα Τάγματα Ασφαλείας που δημιούργησε η κυβέρνηση Ράλλη, βρισκόταν πάντοτε στο πλευρό των στρατευμάτων κατοχής όταν ξεθεμελιώνονταν τα χωριά και εκτελούνταν οι κάτοικοί τους, αυτό απλά διέφυγε της προσοχής του στοργικού ως προς τον δοσίλογο πατέρα, υιού.
Ο ΕΛΑΣ οπωσδήποτε δεν χρειάζεται ν' απολογηθεί σε κανένα δοσίλογο και σε κανέναν υιό και απολογητή δοσιλόγου. Ηταν ένας λαϊκός στρατός που συγκροτήθηκε από το μηδέν και πολέμησε χωρίς να έχει τίποτα απ' όσα ένας σύγχρονος στρατός έχει ανάγκη. Τα όπλα του, τα πυρομαχικά του τα έπαιρνε από τον εχθρό, όλα τα υπόλοιπα από το λαό, τα συμφέροντα του οποίου μαχητικά υπηρετούσε.
Μάτωσε καίρια τον κατακτητή και τον έκανε να πληρώσει ακριβά την υποδούλωση της Ελλάδας. Κάτι ανάμεσα σε πέντε με έξι χιλιάδες ήταν οι νεκροί των Γερμανών στις συγκρούσεις τους με την ένοπλη Αντίσταση στην κατεχόμενη Ελλάδα, πέντε φορές περισσότεροι απ' ό,τι κόστισε στο Ράιχ η εκστρατεία του 1941 για την κατάληψη της χώρας. Και φυσικά δεν μετράμε Ιταλούς και Ταγματασφαλίτες.
Ζωντανή η προπαγάνδα του δοσιλογισμού
Η προπαγάνδα του δοσιλογισμού όμως δεν λέει να πεθάνει. Ζει και ανανεώνεται, όσο η άρχουσα τάξη είναι, στη λειτουργία της, στα συμφέροντα και στις αξίες που πιστεύει, η ίδια με εκείνη που έθρεψε άλλοτε την προδοσία και τη σκύλευση του κατακτημένου από τα ξένα όπλα λαού μας. Ετσι, η εκστρατεία αποκατάστασης των κατακτητών, του Ναζισμού και των συνεργατών τους όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά ανανεώνεται συνεχώς.
Παραεπιστημονικά δίκτυα, με τα «αρχηγεία» τους στα διάσημα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, με άφθονα υλικά μέσα, με προπαγανδιστές που κάθε σχεδόν Κυριακή φιλοξενούνται στις ναυαρχίδες του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου στη χώρα μας - είτε συμφερόντων Λαμπράκη, είτε συμφερόντων Αλαφούζου - έχουν εργολαβικά αναλάβει τον αντικομμουνισμό και το μαγάρισμα όλων των λαμπρών σελίδων στην ιστορία των αγώνων του λαού μας.
Και από κοντά τους οι «πρόθυμοι». Οι «ενδιάμεσοι», που δεν δέχονται φυσικά την «εγκληματική φύση του κομμουνισμού», αλλά είναι πάντοτε έτοιμοι να αναπτύξουν ιστορίες «περί των άκρων» και του κακού φανατισμού που προκαλεί ακρότητες. Μαθήματα καλής συμπεριφοράς και από τις διάφορες εκδοχές της «κυβερνητικής - διαχειριστικής αριστεράς» που υποκρύπτουν άσχημα τα μηνύματα του συμβιβασμού, της ταξικής συνεργασίας και της «βελούδινης» υποδούλωσης στον ιμπεριαλισμό.
Στην περίπτωση του Χορτιάτη είναι γνωστές οι ιστορίες που κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν: Οτι η επιχείρηση των Γερμανών και των γερμανοντυμένων Ελλήνων δεν ήταν παρά «αντίποινα», εκδίκηση για την επίθεση που δέχτηκαν υπάλληλοι της εταιρείας ύδρευσης και των ανύποπτων Γερμανών που ευγενικά είχαν προσφερθεί να τους συνοδεύσουν στη δουλειά τους. Σε κάθε σχεδόν περίπτωση ολοκαυτώματος, υπάρχει μια σχετική ιστορία - συνδυασμός «της κακιάς της ώρας» και της «ανεύθυνης, αν όχι ύποπτης» δράσης της ένοπλης Αντίστασης.
Η ίδια ερμηνεία δίνεται, λόγου χάρη, για την περίπτωση της Βιάννου. Η «κακιά η ώρα» εκεί αποδόθηκε στους «άφρονες» αντάρτες που σκότωσαν τους δύο Γερμανούς στρατιώτες στο φυλάκιο της Κάτω Σύμης με επακόλουθο τη σκληρή στρατιωτική σύγκρουση της επομένης και την καταστροφή, μετά από αυτήν, των χωριών.
Οι φήμες, που κυκλοφόρησαν στη συνέχεια, ήθελαν την επίθεση στο φυλάκιο της Σύμης να σχετίζεται με ερωτοδουλειές, με ύποπτες συναλλαγές και με οτιδήποτε άλλο εκτός από το σκοτεινά αληθινό γεγονός. Οτι δηλαδή οι Γερμανοί δεν έμοιαζαν με τουρίστες του σήμερα, αλλά βρίσκονταν εκεί, στις βάσεις και στα μικρά τους φυλάκια, για να ληστεύουν την περιουσία και το μόχθο των αγροτών, για να αρπάζουν ό,τι ήθελαν όποτε ήθελαν και για να σκοτώνουν όποιον ήθελαν όποτε ήθελαν. Αυτές οι λεπτομέρειες διαφεύγουν από τους έντεχνα διαδιδόμενους θρύλους σχετικά με το ποιος φταίει για το κακό.
Μικρή λεπτομέρεια. Ενώ συνήθως, σε αυτές τις ιστορίες απενοχοποίησης των κατακτητών και των συνεργατών τους, ενοχοποιείται ο ΕΛΑΣ, στην περίπτωση της Βιάννου ο ΕΛΑΣ σίγουρα δεν έφταιγε σε τίποτα. Αντάρτες από τις ομάδες του Μπαντουβά χτύπησαν το φυλάκιο των Γερμανών στη Σύμη.
Ο φασισμός στις σημερινές συνθήκες
Ζούμε σήμερα σε δύσκολες εποχές. Η χώρα μας έχει οδηγηθεί από τις κυρίαρχες ελίτ, την μεγαλοαστική της τάξη, μέσα σε ένα σύμπλεγμα άγριων ανταγωνισμών και συμφερόντων που εύηχα και ψευδώνυμα ονομάζεται «ένωση» - Ευρωπαϊκή Ενωση ισότιμων κρατών-μελών. Εχει αποδειχθεί σήμερα πλέον ότι πρόκειται για λυκοσυμμαχία και ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, εκτός από όσα καταθέτουν στο εκμεταλλευτικό σύστημα των ντόπιων κεφαλαιοκρατών, υφίστανται και την τοκογλυφική λεηλασία των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων των ισχυρών της Ευρωπαϊκής - τρομάρα μας! - «Ενωσης».
Ο φασισμός και ο ναζισμός εμφανίστηκαν και αναδείχθηκαν στην εξουσία σε εποχές έντασης της εκμετάλλευσης της εργασίας των ανθρώπων. Σε εποχές υπεξαίρεσης, λεηλασίας και αρπαγής όσων οι εργαζόμενοι με το μόχθο τους κατασκεύαζαν και όσα από το μόχθο τους είχαν αποταμιεύσει. Εμφανίστηκαν για να υπηρετήσουν το κεφάλαιο.
Τα Τάγματα Ασφαλείας, οι εθνικόφρονες συμμορίες, τα αντικομμουνιστικά αποσπάσματα, τα ΕΑΣΑΔ, η ΠΑΟ, οι «Λεωνίδες», οι Σουμπεραίοι, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Στους λογαριασμούς των Τραπεζών, από τους οποίους χρηματοδοτούνταν η εγκληματική δράση τους, συνεισέφεραν όλοι οι μεγαλοπαράγοντες του πλούτου, της μαύρης αγοράς, της ρεμούλας και της πολύμορφης οικονομικής συνεργασίας με τον κατακτητή. Στη Βόρεια Ελλάδα ειδική συνεισφορά και στήριξη πρόσφεραν οι «μεσεγγυούχοι» και οι σκοτεινές μορφές που σφετερίζονταν τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης.
Σήμερα ο φασισμός με τη μορφή της «Χρυσής Αυγής», αλλά και άλλων πολιτικών χώρων, που καπηλεύονται πότε το Εθνος, πότε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του λαού, βρίσκεται στο κατώφλι της ελληνικής κοινωνίας. Θέλει να την αποπροσανατολίσει, να ευνουχίσει τη δύναμη των αγώνων της, να διασπάσει τους εργαζόμενους και να την παραδώσει βορά στα συμφέροντα ξένων και ντόπιων κεφαλαιούχων.
Οι φασιστικές οργανώσεις στη χώρα μας παρουσιάζονται υπέρμαχοι της Ελλάδας και του Εθνους. Στην πραγματικότητα προστατεύουν ένα σύστημα ιμπεριαλιστικής υποδούλωσης και εκμετάλλευσης της πατρίδας μας και του λαού της.
Οι φασιστικές οργανώσεις στη χώρα μας παρουσιάζονται «φίλοι» του λαού και προστάτες των φτωχών. Στην πραγματικότητα διασπούν τους εργάτες με κριτήρια φυλετικά, με το χρώμα του δέρματος και βάζουν τον εργάτη να μισεί τον εργάτη προς μεγάλη ικανοποίηση και όφελος του κεφαλαιούχου εργοδότη. Μοιράζουν επιδεικτικά ελεημοσύνη στο λαό, στους φτωχούς, με σκοπό να τους εκμαυλίσουν. Ζητούν πιστοποιητικό αίματος και εθνικοφροσύνης για να δώσουν το ψωμί της ημέρας - στην πράξη ζητούν χαρτί υποταγής.
Είναι ίδιες οι «φιλόπτωχες» πράξεις τους με εκείνες της Βουλγαρικής Λέσχης στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, όπου για να έχει ο φτωχός και πεινασμένος πρόσβαση στο συσσίτιο έπρεπε να δηλώσει Βούλγαρος ή ό,τι άλλο του ζητούσαν ετούτοι οι κατακτητές.
Οι φασιστικές οργανώσεις στη χώρα μας παραποιούν και βεβηλώνουν την Ιστορία, όπως ακριβώς πράττουν και οι επίσημοι καθηγητές του Γέιλ ή όποιου άλλου αμερικανοδεξιού προπαγανδιστικού - αδυνατώ να πω εκπαιδευτικού - οργανισμού: Τους γερμανοντυμένους τους βαφτίζουν πατριώτες, τα αποβράσματα τα βαπτίζουν ήρωες, τους Σουμπεραίους του Χορτιάτη, που ξεγελούσαν με τα ελληνικά τους τα υποψήφια θύματα και τα οδηγούσαν με μεγαλύτερο από των κατακτητών μίσος στο ολοκαύτωμα, τα θεωρούν ηθικά υποδείγματα της Νέας τους Τάξης.
Η χρονική απόσταση που χωρίζει τη Νέα Ευρώπη του Ναζισμού από την Ενωμένη Ευρώπη του σήμερα είναι μικρή και οι βασικοί πρωταγωνιστές, τα βασικά προβλήματα και τα μεγάλα συμφέροντα δεν έχουν κατά πολύ αλλάξει. Οπως το βάρος της κρίσης μετακυλίεται στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας και σαρώνει δικαιώματα και απολαβές εργαζομένων και παραγωγών, έτσι και σε επίπεδο κρατών, τα πλούσια και ισχυρά - όλως τυχαίως για τη Γερμανία πάλι μιλάμε, με την κηδεμονία και την προστασία των ΗΠΑ πλέον τώρα - μετακυλίουν το βάρος της κρίσης στους πιο φτωχούς εταίρους.
Μιλάμε για ανθρωποφάγες πολιτικές και πάντοτε τέτοιου είδους πολιτικές έχουν ως κύριο υποπροϊόν ανθρωποφάγους.

Για τη δράση των κομμουνιστών στη Γερμανία την περίοδο 1918 - 1945
Αποσπάσματα από την ομιλία του Γιάννη Γκιόκα, μέλους του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ, στις εκδηλώσεις της Οργάνωσης Γερμανίας της ΚΝΕ προς τιμήν του Ερνστ Τέλμαν
Στο μνημείο του Ερνστ Τέλμαν
Οπως πέρυσι, έτσι και φέτος το διήμερο της ΚΝΕ είναι αφιερωμένο σε έναν κομμουνιστή ηγέτη, τον Ερνστ Τέλμαν. Στο πρόσωπο του Ερνστ Τέλμαν τιμούμε τους Γερμανούς κομμουνιστές, τα Συμβούλια εργατών και στρατιωτών της γερμανικής επανάστασης, τους μαχητές του Κόκκινου Μετώπου, τους μαχητές του «Τάγματος Τέλμαν» των «Διεθνών Ταξιαρχιών», που πολέμησαν στο πλευρό του ισπανικού λαού. Είναι απόδειξη μεγάλου διεθνιστικού μεγαλείου η πάλη των Γερμανών κομμουνιστών, μέσα από τις οργανώσεις της «Γερμανικής Δράσης» και της «Ελεύθερης Γερμανίας», οργανώσεων που φτιάχτηκαν στις κατεχόμενες χώρες και πολέμησαν στο πλευρό των παρτιζάνικων στρατών, ενάντια στο γερμανικό ναζιστικό στρατό. Τιμούμε τους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές που έδωσαν τη μάχη σε συνθήκες μαύρης παρανομίας, ακόμη και μέσα από τα ναζιστικά κολαστήρια, ως πληροφοριοδότες, σαμποτέρ, σύνδεσμοι της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Κόκκινου Στρατού. Οσους μετά την Αντιφασιστική Νίκη συνέχισαν στη δύσκολη προσπάθεια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.
Αυτή η περίοδος, που ξεκινάει από το ξέσπασμα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τη γερμανική επανάσταση του 1918 και φτάνει μέχρι την επικράτηση των ναζί, το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι μια περίοδος πολύτιμη σε διαχρονικά διδάγματα.
Με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Β' Διεθνούς πρόδωσαν την εργατική τάξη, στηρίζοντας την αστική τάξη των χωρών τους και καλώντας την εργατική τάξη να ριχτεί στη σφαγή. Τα κόμματα αυτά μεταλλάχθηκαν σε οπορτουνιστικά και στη συνέχεια σε αστικά κυβερνητικά κόμματα. Η μετάλλαξή τους συνδέεται με την είσοδο του καπιταλισμού στο τελευταίο, ιμπεριαλιστικό του στάδιο και τις αλλαγές που έφερε στη σύνθεση της εργατικής τάξης. Η δημιουργία των μονοπωλίων έδωσε τη δυνατότητα στην αστική τάξη να εξαγοράζει ένα μέρος των εργατών. Ο Λένιν έγραφε ότι τα κόμματα αυτά «εκπροσωπούν εκείνα τα στρώματα, που έχουν εξαγοραστεί (καλύτερη αμοιβή, τιμητικές θέσεις κ.λπ.) και που βοηθούν τη δική τους αστική τάξη να ληστεύει αδύναμους λαούς»... «Είναι άνθρωποι της ρουτίνας, σκουριασμένοι από τη σάπια νομιμότητα, χαλασμένοι από τις συνθήκες του κοινοβουλευτισμού».
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) στήριξε τη γερμανική κυβέρνηση στον πόλεμο. Αυτή η στάση παρέλυσε τους χιλιάδες εργάτες. Μια πρώτη ώθηση στην ανάταση του εργατικού κινήματος έδωσε, το 1914, το τολμηρό «όχι» του Καρλ Λίμπκνεχτ κατά τη διάρκεια της ψήφισης των πολεμικών πιστώσεων, στο Ράιχσταγκ. Στη συνέχεια, συγκροτήθηκε η ομάδα «Διεθνής», όπου συσπειρώθηκαν οι Καρλ Λίμπκνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Φραντς Μέρινγκ, Κλάρα Τσέτκιν, κ.ά., που πήρε το όνομα «Σπάρτακος».
Ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας
Η Γερμανία ήταν από τους ηττημένους του πολέμου. Η επιδείνωση των συνθηκών ζωής, μετά από τέσσερα χρόνια πολεμικών συγκρούσεων, σε συνδυασμό με την ακτινοβολία της Οχτωβριανής Επανάστασης, οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη κίνηση μαζών στη Γερμανία. Η εξέγερση των ναυτών του γερμανικού στόλου στο Κίελο, το Νοέμβρη του 1918, αποτέλεσε θρυαλλίδα για την έξοδο της Γερμανίας από τον πόλεμο.
Η γερμανική αστική τάξη ένιωθε τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια της. Η εξέγερση μεταφέρθηκε σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, όπου οι στρατιώτες συμφιλιώνονταν με το λαό, συγκροτούνταν Συμβούλια στρατιωτών και εργατών, ανέμιζε η κόκκινη σημαία. Ο φόβος για ένα «Γερμανικό Οκτώβρη» ανάγκασε το γερμανικό κεφάλαιο να πάρει δραστικά μέτρα. Είναι χαρακτηριστική η ομολογία του μεγαλοβιομήχανου Ρόμπερτ Μπος ότι «για να σβήσεις το σπίτι σου, που καίγεται, θα χρησιμοποιήσεις και βρωμόνερα». Τα «βρωμόνερα» στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η σοσιαλδημοκρατία, που είχε ήδη δώσει εξετάσεις.
Η αστική τάξη ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας στη σοσιαλδημοκρατία. Τα Συμβούλια των εργατών και στρατιωτών, αν και μιλούσαν για τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γερμανίας», για «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής» κ.ά., δεν έπαιρναν κανένα μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση, στηρίζοντας την κυβέρνηση που δημιουργήθηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το Συνέδριο των Συμβουλίων, που έγινε το Δεκέμβρη 1918, έλυσε το ζήτημα της εξουσίας προς όφελος της αστικής τάξης. Η απάντηση στο ζήτημα «εργατική εξουσία στη βάση των συμβουλίων ή εθνοσυνέλευση, δηλαδή αστικό κοινοβούλιο», απαντήθηκε με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο απ' ό,τι απάντησε η Οχτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Το Συνέδριο αποφάσισε το πέρασμα της εξουσίας στην Εθνοσυνέλευση.
Ιδιαίτερα ανασταλτικό για την εξέλιξη της επανάστασης αποδείχτηκε το ότι η πλειοψηφία των εργατών, που γύρισαν τις πλάτες στο SPD, προσχώρησαν στο κεντρίστικο ΑΣΚΓ, το οποίο δεν έριχνε το σύνθημα της πάλης για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Δεν έγινε κατορθωτός ο πλήρης διαχωρισμός των επαναστατικών δυνάμεων από τον οπορτουνισμό. Αυτή η αναγκαιότητα συνειδητοποιήθηκε δύο μήνες αργότερα, όταν και ιδρύθηκε το ΚΚ Γερμανίας. Δυστυχώς ήταν αργά. Τα επαναστατικά γεγονότα κράτησαν έως το Γενάρη του 1919 και κατέληξαν με ήττα της επανάστασης. Η καθοριστική έλλειψη ήταν πως δεν υπήρχε Κομμουνιστικό Κόμμα, που να οδηγούσε την εργατική τάξη στο τσάκισμα του αστικού κράτους και στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής κατά το νικηφόρο παράδειγμα της Ρωσίας.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας πρωτοστάτησε στη δολοφονία των ηγετών της επανάστασης Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ και στη σφαγή των εργατών. Αποκαλύφθηκε και έμπρακτα ο ρόλος του οπορτουνισμού, που είχε αναδειχτεί σε σανίδα σωτηρίας για το σαπισμένο καπιταλιστικό σύστημα. Οπως έλεγε ο Λένιν, «το επαναστατικό εργατικό κίνημα το χώριζε πλέον αίμα από τον οπορτουνισμό».
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης
Με την επανάσταση του 1918 - 1919 διαμορφώθηκε τυπική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που ονομάστηκε «δημοκρατία της Βαϊμάρης». Στην ουσία ήταν μια αστική εξουσία, η οποία διασφάλισε όλες τις λειτουργίες του αστικού κράτους ως μηχανισμού βίας ενάντια στην εργατική τάξη και στους άλλους καταπιεσμένους.
Η περίοδος της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», 1919 - 1933, χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη Γερμανία, την αστάθεια του αστικού πολιτικού συστήματος, την όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων. Σε πεδίο αντιπαράθεσης εξελίχθηκε ο μελλοντικός ρόλος, που θα έπαιζε η Γερμανία στις διεθνείς εξελίξεις. Η γερμανική αστική τάξη ήθελε τη ρεβάνς από την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ την ίδια στιγμή τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου έβλεπαν μέσα από την ενδυνάμωση της Γερμανίας, αφενός την προώθηση των δικών τους οικονομικών συμφερόντων, αφετέρου μια δύναμη κρούσης ενάντια στη σοσιαλιστική Σοβιετική Ενωση.
Το SPD και τα άλλα κόμματα της Βαϊμάρης στήριξαν όλα τα αντιλαϊκά μέτρα και συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία ανοχών απέναντι στον ανερχόμενο φασισμό. Κατέστειλαν εργατικές εξεγέρσεις, απεργίες, ανασυγκρότησαν τους μηχανισμούς του γερμανικού αστικού κράτους, το στρατό της Ράιχσβερ και τα αντιδραστικά Freikorps, από τα οποία ξεπήδησαν στη συνέχεια οι ναζιστικές δυνάμεις των SS και SA. Εκαναν τα πάντα για την αναχαίτιση του εργατικού κινήματος, το οποίο χάρη στη συμβολή του ΚΚ Γερμανίας έθετε, έστω και με αντιφάσεις, το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, πάλευε με ανεβασμένες μορφές πάλης π.χ. οι ένοπλες εξεγέρσεις του Αμβούργου, του Ρουρ, συγκροτούσε τα δικά του μαχητικά τμήματα (Μαχητές Κόκκινου Μετώπου, προλεταριακές εκατονταρχίες).
Σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης και το γερμανικό κεφάλαιο εξέθρεψαν το ναζιστικό τέρας. Με το ξέσπασμα της κρίσης του 1929 - 1932, τα αστικά κόμματα πήραν πολύ σκληρά μέτρα, με στόχο το ξεπέρασμα της κρίσης σε βάρος της γερμανικής εργατικής τάξης και προς όφελος του γερμανικού κεφαλαίου. Η αντιλαϊκή πολιτική των «δημοκρατικών» δυνάμεων εκείνης της περιόδου αποτέλεσε βασικό παράγοντα ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Το SPD στήριξε την αντιλαϊκή πολιτική με βάση τη λογική του «μικρότερου κακού». Με την ίδια λογική στήριξε στις προεδρικές εκλογές τον φιλομοναρχικό Χίντενμπουργκ, ο οποίος στη συνέχεια, παρέδωσε την καγκελαρία στον Χίτλερ. Σε συνθήκες νέας οικονομικής κρίσης, όξυνσης της ταξικής πάλης και προετοιμασίας για ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα γερμανικά μονοπώλια επέλεξαν τη στήριξη του ναζισμού ως πιο αυθεντικού εκφραστή των συμφερόντων τους εκείνη την εποχή.
Η μετεξέλιξη του SPD από οπορτουνιστικό - εργατικό σε αστικό κόμμα ήταν ένα φαινόμενο, το οποίο επαναλήφθηκε πολλές φορές. Οπορτουνιστικά κόμματα κλήθηκαν να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά» για λογαριασμό της αστικής τάξης. Είναι γνωστά τα παραδείγματα μεταλλαγμένων ΚΚ και άλλων οπορτουνιστικών δυνάμεων (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία κ.λπ.), που πήραν μέρος στην καπιταλιστική διαχείριση, με το ίδιο επιχείρημα του «μικρότερου κακού» και έβαψαν τα χέρια τους με αντιλαϊκά μέτρα, ακόμη και με συμμετοχές σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Αυτό το φαινόμενο αποκτά μεγάλη σημασία σήμερα, όπου σε συνθήκες κρίσης, κυοφορούνται απότομες στροφές στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Ταυτόχρονα, όμως, ενισχύεται και η τάση μικροαστικών δυνάμεων, πιο καλοπληρωμένων εργατικών στρωμάτων για άμεσες λύσεις σωτηρίας των προνομίων τους. Ετσι, αντικειμενικά αυξάνει το έδαφος για την άνοδο της επιρροής του οπορτουνισμού, για ενσωμάτωση στις λύσεις σωτηρίας του καπιταλιστικού συστήματος.
Στην Ελλάδα του σήμερα
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ελλάδα προσφέρονται για την εξαγωγή αντίστοιχων συμπερασμάτων. Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα με την όξυνση της κρίσης, παρά τη μαζικότητα, το δυναμισμό, τους τριγμούς που προκάλεσαν στο αστικό πολιτικό σύστημα, δεν έχουν οδηγήσει ακόμη στην ανασύνταξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος, στη συνειδητοποίηση του χαρακτήρα της κρίσης, στην αποδοχή της πολιτικής εξόδου από αυτήν με αποδέσμευση από την ΕΕ - μονομερή διαγραφή του χρέους - κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής.
Η καπιταλιστική κρίση και τα μνημόνια, που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα με την ΕΕ και το ΔΝΤ για λογαριασμό της αστικής τάξης, θεωρήθηκαν προβλήματα κακής ή υποτελούς διαχείρισης από τα κυβερνητικά κόμματα. Σε αυτές τις συνθήκες καλλιεργήθηκε από το βασικό φορέα του οπορτουνισμού στην Ελλάδα, τον ΣΥΡΙΖΑ, η αυταπάτη για άμεση λύση, χωρίς σύγκρουση με το κεφάλαιο, την ΕΕ, προωθήθηκε η αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, με τη δημιουργία ενός δίπολου, όπου στον ένα πόλο βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νέος φορέας της σοσιαλδημοκρατίας, με στόχο την ανακοπή της ριζοσπαστικοποίησης.
Οι δυνάμεις αυτές προσπαθούν να «δέσουν» τους εργαζόμενους στο δικό τους «άρμα» χειραγώγησης, που προτείνει μια άλλου είδους διαχείριση της κρίσης. Επιδιώκουν τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού, πότε εκθειάζοντας τον Ολάντ και τις κυβερνήσεις Ιταλίας - Ισπανίας για τον τρόπο που διαπραγματεύονται στην ΕΕ και πότε τον Ομπάμα για το είδος της διαχείρισης της κρίσης που έχει επιλέξει. Κάποιοι μιλάνε ακόμη και για μια χρεοκοπία τύπου Αργεντινής, με επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, βεβαίως με τα μονοπώλια κυρίαρχα. Ομως και η μια και η άλλη διαχείριση οδηγούν στο ίδιο βάρβαρο αποτέλεσμα για τους λαούς, δεν αναιρούν τη γενική στρατηγική του κεφαλαίου για ισοπέδωση των λαϊκών δικαιωμάτων, της τιμής της εργατικής δύναμης.
Πολύτιμο συμπέρασμα για την πάλη των κομμουνιστών αποτελεί η στάση απέναντι στις κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης. Στη Γερμανία του 1918, η αστική κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών χρησιμοποιούσε συνθήματα δημοφιλή στις εργατικές μάζες, όπως «Σοσιαλισμός, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, εξουσία στα συμβούλια εργατών και στρατιωτών, εργατικός έλεγχος κ.λπ.». Την ίδια στιγμή, βέβαια, εκμεταλλευόμενη τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες των εργατών, ότι η αλλαγή στην κυβερνητική διαχείριση σημαίνει και αλλαγή τάξης στην εξουσία, προωθούσε την αντεπανάσταση.
Η αλλαγή τάξης στην εξουσία, όμως, δεν επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση μιας κυβέρνησης από μια άλλη, ό,τι συνθήματα και αν χρησιμοποιεί αυτή. Καμία κυβέρνηση, όπως κι αν λέγεται, αριστερή, κομμουνιστική, ακόμα και επαναστατική, δε θα υλοποιήσει τις διακηρύξεις της, αν τα μέσα παραγωγής και ο πλούτος είναι στα χέρια των μονοπωλίων. Αυτό που κρίνει τις εξελίξεις και την έκβαση της πάλης είναι η συγκέντρωση δυνάμεων με στόχο την ανατροπή, η ανασύνταξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος, έτσι ώστε να συνειδητοποιείται η ανάγκη σκληρής ταξικής πάλης, σύγκρουσης με όλους τους θεσμούς της αστικής εξουσίας, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις (ΕΕ - ΝΑΤΟ κ.λπ.), με στόχο την εργατική - λαϊκή εξουσία, την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, η ιδεολογική διαπάλη μέσα στο κίνημα με τις αστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις. Αυτό είναι το καθήκον κάθε ΚΚ.
Να γιατί το ΚΚΕ απέρριψε την απατηλή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μια «αριστερή κυβέρνηση» που ως διά μαγείας θα έλυνε τα λαϊκά προβλήματα, χωρίς σύγκρουση με την ΕΕ, τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως καμία κυβέρνηση που διαχειρίζεται τον καπιταλισμό, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα των μεγάλων οικονομικών ομίλων δεν μπορεί να ακολουθήσει πολιτική προς όφελος του λαού, δεν μπορεί να ελέγξει τους νόμους του συστήματος, να ματαιώσει την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης. Μια τέτοια κυβέρνηση όχι μόνο δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, της Παιδείας, της Υγείας, αλλά στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί ούτε να ανακουφίσει το λαό. Μόνο η εργατική - λαϊκή εξουσία, όπου τα μέσα παραγωγής, ο παραγόμενος πλούτος θα είναι στα χέρια του λαού και η οικονομία κεντρικά σχεδιασμένη, μπορεί να αξιοποιήσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες και το εργατικό δυναμικό κάθε χώρας για να ικανοποιήσει τις λαϊκές ανάγκες.
Βασικό δίδαγμα
Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό προηγούμενο, όπου ένα αστικό κοινοβούλιο ή μία κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού να μετατράπηκαν σε όργανα πάλης ή λαϊκής εξουσίας ή έστω να έλυσαν τα λαϊκά προβλήματα, επειδή συμμετείχαν σε αυτά ή είχαν και την πλειοψηφία ακόμη, αριστερά ή και κομμουνιστικά κόμματα. Σε παρόμοιες καταστάσεις, η συμμετοχή κομμουνιστών στην αστική διαχείριση οδήγησε στην ενσωμάτωσή τους, στην αδρανοποίηση των εργατικών - λαϊκών μαζών, στην καλλιέργεια αυταπατών. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει σήμερα, όπου ο καπιταλισμός έχασε και τα όποια περιθώρια παραχωρήσεων είχε στο παρελθόν. Αυτή η αλήθεια επιβεβαιώθηκε πολλές φορές στην ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και με τραγικό τρόπο.
Η υπεράσπιση αυτής της αλήθειας μπορεί να μη γίνεται άμεσα κατανοητή από τις εργατικές - λαϊκές μάζες. Μπορεί να οδηγήσει ένα ΚΚ και σε προσωρινές απώλειες, όμως οι απώλειες για το λαό και το κίνημα θα είναι πολύ μεγαλύτερες και μη αναστρέψιμες αν ένα ΚΚ εγκατέλειπε, στο όνομα του «ρεαλισμού» αυτήν την αρχή και αποφάσιζε να στηρίξει κυβέρνηση αστικής διαχείρισης.
Χαρακτηριστική σε αυτό ήταν η στάση του επαναστάτη Κ. Λίμπκνεχτ, ο οποίος πήγε κόντρα στο ρεύμα των αυταπατών, που είχαν δημιουργηθεί από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, το 1918 στη Γερμανία. «Πρέπει να ρίξω νερό στο κρασί του ενθουσιασμού σας. Η αντεπανάσταση βρίσκεται ήδη εν εξελίξει. Βρίσκεται εδώ, ανάμεσά μας». Πήγε κόντρα στις πιέσεις των εργατών να συμμετάσχει στην κυβέρνηση γιατί τον θεωρούσαν ως το πιο συνεπές στοιχείο και εγγύηση ότι η κυβέρνηση θα τηρήσει τις δεσμεύσεις, πήγε κόντρα ακόμη και όταν οι εργάτες αποδοκίμασαν την άρνησή του, γιατί, όπως έλεγε: «Μπορεί να αρκεστεί το προλεταριάτο στην εξουδετέρωση των Χοεντσόλερν; Ποτέ πια! Η κατάργηση της κυριαρχίας των τάξεων, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού - αυτός είναι ο σκοπός μας».
Περί της θεωρίας των «άκρων»
Η ιστορία εκείνης της περιόδου ξεμπροστιάζει τη «θεωρία των άκρων», την άθλια και ανιστόρητη προπαγάνδα ότι το ΚΚ Γερμανίας ευθύνεται για την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, επειδή αρνιόταν τη σύμπραξη με τους σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η θεωρία της εξίσωσης φασισμού - κομμουνισμού αναβιώνει σήμερα, γίνεται επίσημη ιδεολογία της ΕΕ. Αναβιώνει και στη χώρα μας, με αφορμή την εκλογική άνοδο της ναζιστικής «Χρυσής Αυγής».
Διάφοροι αστοί δημοσιολόγοι, πολιτικοί μέσω αυτής της θεωρίας ταυτίζουν τη δράση του ταξικού εργατικού κινήματος με τη δράση των ακροδεξιών στοιχείων, τραμπούκων, προβοκατόρων, μιλώντας για άκρα που οδηγούν στην καταστροφή. Κρύβουν ότι ο φασισμός είναι παιδί του εκμεταλλευτικού, καπιταλιστικού συστήματος, ότι το ναζισμό τον γέννησαν οι ανάγκες του κεφαλαίου. Η αντιμετώπιση τέτοιων οργανώσεων δεν μπορεί να γίνει στη βάση του αντιφασιστικού μετώπου ή του μετώπου των δημοκρατικών δυνάμεων για την προστασία της αστικής νομιμότητας, γιατί τελικά πίσω από αυτήν την έκφραση θα χτυπηθεί το κίνημα. Η αντιμετώπιση πρέπει να γίνει μέσα από το ίδιο το οργανωμένο κίνημα, στους τόπους δουλειάς, στις λαϊκές οργανώσεις, με ξεσκέπασμα του συστημικού τους ρόλου.
Τα πραγματικά «άκρα», που συγκρούστηκαν στη Γερμανία τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, που συγκρούονται σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία είναι από τη μια η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα με μπροστάρη το ΚΚ και από την άλλη το κεφάλαιο, τα μονοπώλια με συμπαραταγμένα όλα τα αστικά κόμματα. Με τη μελέτη της Ιστορίας του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος μπορούμε να γίνουμε πιο ικανοί, να βγούμε νικητές σε αυτήν τη σύγκρουση.

Ξενάγηση στο Μπούχενβαλντ
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων οι νέοι κομμουνιστές επισκέφτηκαν το στρατόπεδο - κολαστήριο
Το μνημείο στο στρατόπεδο
Το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ θεμελιώθηκε τον Ιούλη του 1937. Βασικός του σκοπός ήταν να τροφοδοτεί μονοπώλια με εργατικά χέρια, κυρίως στους τομείς της παραγωγής πολεμικού υλικού και ενέργειας. Ηταν τμήμα του σχεδιασμού των μονοπωλίων, τα οποία είχαν αναθέσει στα Ες Ες τη διοίκηση όλων των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν χτίστηκαν με εντολή επιχειρηματικών ομίλων 136 «παραρτήματα» του στρατοπέδου του Μπούχενβαλντ στην Κεντρική Γερμανία και στην περιοχή του Ρουρ.Μονοπώλια, όπως «Krupp», «Rheinmetall-Borsig», «Bochumer Verein», «IGFarben», «Junkers» και «BMW», μπαινόβγαιναν στην καγκελαρία του Χίτλερ και έκαναν χρυσές δουλειές, τόσο με την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών των κατεχόμενων από τη φασιστική Γερμανία χωρών, όσο και με την καταναγκαστική εργασία χιλιάδων δεσμωτών σε αμέτρητα μικρά και μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και τυπική απόδειξη της επιλογής της αστικής τάξης να ασκεί την εξουσία της, πότε με το μανδύα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και πότε με το φασιστικό προσωπείο, είναι το ότι τα περισσότερα από αυτά τα μονοπώλια εξακολουθούν να λειτουργούν και να θησαυρίζουν με την ίδια ή με άλλη επωνυμία, συμμετέχοντας ενεργά στους ιμπεριαλιστικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς και πολέμους.
Στο κεντρικό στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ κρατήθηκαν από το 1937 έως το 1945, 240.000 δεσμώτες από 32 χώρες. Στο στρατόπεδο αυτό δολοφονήθηκε στις 18 Αυγούστου 1944 ο κομμουνιστής ηγέτης Ερνστ Τέλμαν. 60.000 απ' αυτούς έχασαν τη ζωή τους από τις κακουχίες, την πείνα, τις εκτελέσεις. Το καλοκαίρι του 1943 με πρωτοβουλία και καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας ιδρύθηκε διεθνής επιτροπή, η οποία έφτασε τις 178 ομάδες. 56 απ' αυτές είχαν συσταθεί από σοβιετικούς στρατιώτες. Αποκορύφωμα της αντίστασης ήταν η συστηματική προετοιμασία της απελευθέρωσης του στρατοπέδου, ξεσηκώνοντας τους κρατούμενους και καταλαμβάνοντάς το στις 11 Απρίλη 1945.
Η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (DDR) για να τιμήσει την πάλη των λαών ενάντια στο φασισμό ανέγειρε έως το 1958 ένα σύμπλεγμα μνημείων στις πλαγιές του βουνού Εττερσμπεργκ, δίπλα στο Μπούχενβαλντ. «Μέσα από την πάλη και το θάνατο στη νίκη» είναι το σύνθημα του κεντρικού μνημείου που φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Φριτς Κρέμερ.